Της Αθηνάς Δημητριάδου. Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου Οδός Μακεδονομάχων της Αντωνίας Γουναροπούλου (εκδόσεις Petites-Maisons), 2 Ιουνίου 2022, Αθήνα, βιβλιοπωλείο Επί Λέξει
«Και τότε γίνουνταν το ανάστα ο Θεός. Έτρεχαν, πηδούσαν, κατέβαιναν στο δρόμο, σκαρφάλωναν στους βράχους, έπεφταν, σηκώνουνταν, φώναζαν, δέρνουνταν, καβγάδιζαν ή γελούσαν, βουτούσαν στις σκόνες, έπιαναν ακρίδες, μάζευαν βότσαλα, πετούσαν πέτρες, τίποτε πια δεν έβλεπε ούτε άκουε η δασκάλα. Χωμένη στο βιβλίο της, ρουφώντας τη μποτίλια της, άφηνε τ' αδέρφια ελεύθερα.
Και τι ωραία που ήταν η ελευθερία στον βράχο της Καστέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς».
Τα παιδιά αυτά δεν είναι τα παιδιά της οδού Μακεδονομάχων της δεκαετίας 1980-1990, είναι παιδιά που απολαμβάνουν τα παιδικάτα τους το καλοκαίρι του 1879, όπως μας τα περιγράφει γλαφυρότατα η Πηνελόπη Δέλτα στον Τρελαντώνη.
Πώς τον θυμήθηκα τον Τρελαντώνη; Διαβάζοντας την Οδό Μακεδονομάχων, την πρόσφατη δουλειά της Αντωνίας Γουναροπούλου, ήρθαν στο νου μου σκόρπιες φράσεις και στιγμιότυπα από το αγαπημένο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Όλο αυτό το ξεσάλωμα όταν η παρέα έμενε μόνη της, μακριά από τα μάτια των μεγάλων. Το ασταμάτητο παιχνίδι, τα καβγαδάκια, το μόνιασμα, οι στραβοτιμονιές, η μοναρχία του μεγάλου αδελφού. Ανέσυρα όμως από τη μνήμη μου και κάτι ακόμη, εξίσου, ίσως και πιο ενδιαφέρον: Το πόσο ισχυρή είναι η παρουσία του τόπου, συγκεκριμένα της Καστέλας, πόσο επηρεάζει τη συμπεριφορά και τις επιλογές των μικρών ηρώων. Σαν ένα ακόμη πρόσωπο. Κάθε άλλο από δευτερεύον. Κεντρικό με όλη τη σημασία της λέξης.
Κυρίαρχο ρόλο έχει και η Οδός Μακεδονομάχων στα δέκα διηγήματα του βιβλίου. Είναι ο συνεκτικός κρίκος αφενός ανάμεσα στα δρώμενα των ιστοριών αφετέρου στη συναρμογή τους με το πού εκτυλίσσονται τα μικρά ή μεγαλύτερα συμβάντα της καθημερινότητας και πόσο την επηρεάζουν. Αυτό το πού στη λογοτεχνία δεν είναι σχεδόν ποτέ ανεξάρτητο από το πώς. Στην προκειμένη περίπτωση, τόπος είναι ένας κεντρικός δρόμος με τα πέριξ του σε μια γειτονιά στα βόρεια προάστια, πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια, δεκαετία 1980-90, τότε που ο κόσμος αρχίζει να χτίζει εκεί όπου ακόμη θα μπορεί ν’ ανασαίνει καθαρό αέρα.
Η οδός Μακεδονομάχων, που είναι παράλληλη με την οδό Μαραθωνομάχων και με την οδό Σαλαμινομάχων –σύμπτωση τυχαία που οπωσδήποτε ενισχύει την τάση της συγγραφέως να αξιοποιεί με κάθε ευκαιρία το υπόγειο χιούμορ της– πλαισιώνεται από ανηφοριές και κατηφοριές, έχει ένα δασάκι με πεύκα απέναντι από το σπίτι της αφηγήτριας, που άλλα χρησιμεύουν για σκαρφάλωμα και άλλα όχι, περνάει μπροστά από το σπίτι της εκπαιδευτικής εξουσίας, του γυμνασιάρχη και της δασκάλας, έχει ακόμη πολλά άχτιστα οικόπεδα γεμάτα ξερές πευκοβελόνες, πέφτει κοντά στο ρέμα, και κάποια βράδια τη διαβαίνει η αλεπού, «μικρή μαύρη σκιά που ψαλιδίζει τη ροή μιας ρηχής γαλακτερής κατεβασιάς», όπως ευφάνταστα αποδίδει την εικόνα η συγγραφέας.
Στο σύνολο των δέκα μικρών διηγημάτων, τα εννέα έχουν να κάνουν με τα παιδιά και τον μικρόκοσμό τους. Με τα παιχνίδια τους, παιχνίδια ομαδικά, κουτσό, μήλα, λαστιχάκι, κρυφτό, τους καβγάδες τους, με τις βαριές, για τα χρόνια εκείνα, κουβέντες που ανταλλάσσουν, απ’ το «ζαβολιάρα» μέχρι το «βλαμμένο», τις άπειρες αθώες πονηριές τους, τους φόβους τους και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Το πέμπτο στη σειρά είναι το μόνο διήγημα που ασχολείται αποκλειστικά με έναν ενήλικα, με τον υπερήλικο γείτονα, τον συνταξιούχο, και με το μαρτύριο της απραξίας και της μοναξιάς. Τα παιδιά δεν ασχολούνταν πολύ πολύ με τους μεγάλους εκείνα τα χρόνια, δεν εμπλέκονταν στη ζωή τους, είχαν τον δικό τους, αυστηρά προσδιορισμένο χώρο. Καθημερινά, αλλά κυρίως στις διακοπές, ξεπόρτιζαν το πρωί, μαζεύονταν το βραδάκι και στο μεσοδιάστημα απολάμβαναν την αποκλειστικά δική τους ζωή στον δικό τους τον δρόμο.
Χέρι χέρι με την αφηγήτρια, που πίσω της μετά βίας κρύβεται η συγγραφέας, ο αναγνώστης βλέπει, ακούει, μυρίζει, παρατηρεί, χαίρεται, λυπάται, φοβάται, λαχταράει, ελπίζει. Γιατί η συγγραφέας σχολιάζει ακατάπαυστα, διόλου επιθετικά, με την περιέργεια, θα έλεγα, που σχολιάζει μέσα του το κάθε παιδί τοποθετώντας σιγά σιγά τις παρατηρήσεις του στις δύο μεγάλες στήλες που χτίζει μέσα του και που λίγο πολύ θα τις επαυξάνει σ’ όλη του τη ζωή: στα υπέρ και στα κατά της δικής του ματιάς. «Κάθε παιδί και ο δρόμος του».
Έτσι λοιπόν, στο διήγημα με τον ιδιότυπο τίτλο «Αμήν», το ακροτελεύτιο της συλλογής, διαβάζουμε:
«Στο σχολείο καθένας έχει τους φίλους του, στη γειτονιά όμως ο καλύτερος φίλος του κοριτσιού είναι ο Χάρης, από πάντα, δηλαδή πριν ακόμη κι απ' τον παιδικό σταθμό. Ο Χάρης είναι αγόρι, σαν τον αδερφό της, αλλά έχει τις εξής σημαντικές διαφορές: πρώτον, την αφήνει να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και αδικίες, ακόμα και εις βάρος του, σπάνια θυμώνει μαζί της και, δεύτερον και κυριότερο, θέλει –θέλει, όχι καταδέχεται– να παίζουν μαζί».
Όλα τα διηγήματα έχουν μια υποδόρια απλότητα και μια λεπτομέρεια που ώρες ώρες σε αιφνιδιάζει, και σε κάνει να απορείς, να συγκινείσαι, μια που όλο και κάτι δικό σου σου θυμίζει – γιατί όχι και να νοσταλγείς. Τούτη η λεπτομέρεια είναι κάτι σαν το ένα ακόμη χαλίκι, αμελητέο εκείνη τη στιγμή, που όμως θα το βρεις μπροστά σου στην επόμενη παράγραφο ή στην επόμενη σελίδα, ενδεχομένως και στο επόμενο διήγημα. Σ’ αυτή την αφήγηση με το κουβεντιαστό ύφος παρεισδύουν συνεχώς λέξεις κοινές, απλές –κάποιες χαμένες πια, γιατί χάθηκαν μαζί με τις δραστηριότητες που έντυναν– με τέτοιο τρόπο που αυτομάτως ο αναγνώστης όχι μόνον κάνει εικόνα αυτού που διαβάζει αλλά ανασύρει και τη δική του αντίστοιχη από τις δικές του αναμνήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση το μόλις 3,5 σελίδων διήγημα «Η “Ταβέρνα του Τάκη”»:
«Περίεργη ταβέρνα. Έχει λίγα τραπέζια, μάλλον αραιά, και στον έναν άσπρο τοίχο κρέμεται ένα μπουζούκι. Λίγα βήματα δεξιά είναι η κουζίνα. Από κει βγαίνει η κυρία Κική, πάντα φορώντας ποδιά, κοντούλα, παχουλή, μελαχρινή, μ' ένα μεγάλο γελαστό πρόσωπο. Και η ίδια και η ταβέρνα έχουν μια μυρωδιά που στο κορίτσι περισσότερο θυμίζει σπίτι παρά ταβέρνα. Μόλις βγει η κυρία Κική, το κορίτσι λέει γρήγορα: “Γεια σας, κυρία Κική, τι κάνετε; Θέλω ένα ξυλάκι σοκολάτα”. Και η κυρία Κική σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά, πάει στο ψυγείο της ΕΒΓΑ κι ανοίγει το ένα μαύρο καπάκι. Το κορίτσι δίπλα της τεντώνεται στις μύτες των ποδιών να δει μέσα, αλλά δεν φτάνει καλά καλά. Ξεχύνεται ένα κύμα δροσιάς πάνω του κι ακούει το χρατς χρατς που κάνουν οι συσκευασίες των παγωτών καθώς η κυρία Κική ψάχνει το ξυλάκι».
Μόλις δεκαπέντε αράδες, όπου με εξονυχιστική λεπτομέρεια απεικονίζεται μια ολόκληρη εποχή. Στο συγκεκριμένο διήγημα υπάρχει τρεις φορές αναφορά στο τσιμέντο. Τη μια φορά είναι τα έξι εφτά τσιμεντένια σκαλιά που ανεβαίνει κανείς για να μπει στην ταβέρνα, μετά είναι οι σωροί της άμμου και του τσιμέντου μπροστά στο σπίτι της δασκάλας και του γυμνασιάρχη και τελευταίο το δροσερό τσιμεντένιο δάπεδο στο σπίτι της αφηγήτριας. Προβληματίστηκα: Οικονομική δυσπραγία και αξιοποίηση του πιο φτηνού υλικού; Μήπως με τη σκέψη «άσ’ το γι’ αργότερα»; Ή επείγουσα οικοδόμηση της περιοχής, εξ ου και οι σωροί, προκειμένου να επωφεληθούν οι κάτοικοι από τον πνεύμονα του πρασίνου; Και τα δύο; Δεν κατέληξα.
Και μια που το κεντρικό πρόσωπο απαιτεί και επιτάσσει την αμέριστη προσοχή μας, όχι απλώς στην επιμέρους αλλά στην καθαυτό παρουσία του, επισημαίνω ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για την οδό Μακεδονομάχων: Κάθε δρόμος που έχει τη δική του ιστορία διαθέτει απαραιτήτως και τις κρυφές, τις μυστικές γωνιές του που προκαλούν τον φόβο και το δέος των παιδιών και παίρνουν διαστάσεις ανεξέλεγκτες στη φαντασία τους. Συχνά μ’ αυτούς τους μυστικούς τόπους εμπλέκονται και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, οπότε η ανάμνηση γίνεται ακόμη πιο έντονη, είναι ανεξάλειπτη.
Η εισαγωγή στο θέμα γίνεται δήθεν τυχαία, με μια αναφορά στο σπιτάκι του Γιούρα που είναι χτισμένο πολύ κάτω απ’ το επίπεδο του δρόμου και με το κορίτσι να περνάει τελείως απέναντι στο δρόμο για να μην περάσει ακριβώς μπροστά από «το εγκαταλειμμένο σπιτάκι που τα παιδιά αποφεύγουν να εξερευνήσουν». Εκεί τελειώνει και το διήγημα «Η Ταβέρνα του Τάκη». Ακολουθεί το διήγημα «Οι χήνες», όπου τα παιδιά έχουν κατέβει και παίζουν κάτω από το επίπεδο του δρόμου και ανεβαίνουν για να δουν τα άλογα. Το θάμβος και το δέος αρχίζουν απ' αυτό το σημείο: «Το κορίτσι πιάστηκε από κάποιο παντελόνι και κοίταξε ανάμεσα από πόδια μεγάλων. Τ’ άλογα ήταν πανέμορφα, τεράστια, τρομακτικά». Πίσω τους πιλαλάει ένα αγόρι αδύνατο, άσχημο, που μέσα απ' τα παχιά του χείλη ξεφεύγουν λέξεις άγνωστες, ανήκουστες, καθώς πασχίζει να κουμαντάρει τα άλογα στη Μακεδονομάχων. Μορφή παράταιρη στη φιλήσυχη, καθωσπρέπει οδό Μακεδονομάχων. Θα τον ξαναδεί, πολύ κάτω απ' το επίπεδο του δρόμου, στο ρέμα, να βόσκει χήνες και να την κοιτάζει κοροϊδευτικά. Το κορίτσι θα πιάσει στον αέρα την απειλή αναγνωρίζοντας πως το βλέμμα του αγοριού δεν είναι απλώς κοροϊδευτικό, είναι και κάτι άλλο που το αναγνωρίζει, αλλά δεν ξέρει πώς το λένε. Ο χρόνος που διαρκεί ό,τι το παιδί βιώνει σαν εφιάλτη είναι σύντομος, το συμβάν εκ των υστέρων αμελητέο, η ανάμνηση όμως εγγράφεται ανεξίτηλη και αναπόφευκτα συνδέεται με τον τόπο.
Ανάμεσα στις «Χήνες» και στη «Σωλήνα του Θανάτου» μεσολαβούν τέσσερα διηγήματα: Το κορίτσι έχει μεγαλώσει. Εδώ μπαίνει για τα καλά στο κάδρο ο Κωστής, ο κολλητός του αδερφού της – τον έχουμε γνωρίσει πρωτύτερα, με τον θάνατο του πατέρα του. Όμως τώρα ο Κωστής περιγράφεται λεπτομερώς από την πρώτη παράγραφο, χείλη, αγκώνες, γόνατα και πληροφορούμαστε νωρίς νωρίς πόσο περήφανο είναι το κορίτσι που είναι επιτέλους φίλη του Κωστή.
Για να μη μακρυγορώ, μια επικίνδυνη επιχείρηση –όλη η αγορίστικη αποκοτιά στο μεγαλείο της– σε λασπερό έδαφος, ανάμεσα σε αγκαθερούς θάμνους, με έκβαση την πολύ επικίνδυνη ανάβαση από μια σωλήνα που αιωρείται στο κενό, δίνει την πρώτη ευκαιρία για ένα σεμνό οπτικό και απτικό φλερτ και την αίσθηση του απόλυτου θριάμβου, όταν τα δύο αρσενικά δέχονται στην παρέα τους ως ισότιμο το θηλυκό και συμβουλεύουν: «Μην πεις τίποτα στους γονείς. Θα πεις ότι παίζαμε». Κι οι τρεις τους ροβολάνε κατόπιν σιωπηλοί στη Μακεδονομάχων. Στη Μακεδονομάχων όπου πρωτοπερπάτησαν, έτρεξαν, έπεσαν, χώθηκαν στο δασάκι της, κατέβηκαν στο ρέμα της, λασπώθηκαν, τσακώθηκαν, μόνιασαν, την είδαν ν’ ασφαλτοστρώνεται κι έδεσαν άθελά τους τις πρώτες αναμνήσεις τους με την ύπαρξή της.
Η χαλαρή αλλά οπωσδήποτε υπαρκτή και αναγνωρίσιμη σύνδεση μεταξύ των διηγημάτων, η τόσο σοφά μελετημένη αφέλεια στην αφήγηση, ο χαμηλός τόνος ακόμη κι όταν τα συμβάντα παρωθούν σε ξεσπάσματα, τα ξεσπάσματα που αντηχούν μετριασμένα κάπου από τα βάθη του χρόνου, η στοργική, νοσταλγική, επιεικής ματιά της αφηγήτριας, της οποίας η σκευή από τον κινηματογράφο είναι παραπάνω από πλούσια, παραδίδουν στον αναγνώστη ένα ανάγνωσμα που θα του θυμίσει, θα τον ευθυμήσει, θα τον συγκινήσει, θα τον γαληνέψει.
Οδός Μακεδονομάχων
Αντωνία Γουναροπούλου
Θεσσαλονίκη: Petites - Maisons, 2022