Προφορική μαρτυρία: Λεωνίδας Ντόβολος, κάτοικος Μουλκίου Αλιάρτου.

Λεωνίδας Ντόβολος, περίπου 55 ετών, μόνιμος κάτοικος Μουλκίου, πωλητής φρούτων στη λαϊκή αγορά. 21 Ιουλίου 2009, Αλίαρτος, Μούλκι, στο σπίτι του κ. Λεωνίδα.

Σχεδόν απέναντι από το σπίτι του κ. Λεωνίδα βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο, πια, εκκοκκιστήριο του Κοντογιώργη, κάτι που αποτέλεσε την αφορμή για τη συνάντησή μας. Στη συνέντευξη όμως αυτή, ο κ. Λεωνίδας μπόρεσε να μας δώσει και μια καλή εικόνα της εξέλιξης της συγκεκριμένης αυτής περιοχής του Αλιάρτου, περίπου από το 1950 και μετά.

«Εσείς από πού είσαστε και πότε εγκατασταθήκατε εδώ;» ρωτήσαμε τον κ. Λεωνίδα.

«Εγώ είμαι Βλάχος, και ήρθαμε εδώ το 1960, σε μια εσωτερική μετανάστευση πριν από αυτήν των Ευρυτάνων το 1964 [-1966]».

«Είστε Βλάχος ή Σαρακατσάνος;»

«Βλάχος. Υπάρχει διαφορά μεταξύ Σαρακατσαναίων και Βλάχων. Οι Σαρακατσαναίοι είναι αυτοί που το χειμώνα φεύγαν απ’ τα βουνά κι έρχονταν στην Κωπαΐδα για χειμαδιό. Οι Βλάχοι μένανε μόνιμα στ’ Άγραφα. Εμείς τα βλάχικα δεν τα ξέρουμε, είναι όμως μια ξεχωριστή γλώσσα φτιαγμένη από τα ρουμάνικα, τα αρβανίτικα και την ελληνική, γιατί οι Βλάχοι ταξίδευαν από τη Ρουμανία στην Ελλάδα. Έπιαναν την Πίνδο, περνούσαν στην Αλβανία, μετά στη Γιουγκοσλαβία κι έφταναν στη Ρουμανία. Κι έτσι φτιάχτηκε και η γλώσσα τους. Οι γονείς μου την ήξεραν, δεν τη μίλαγαν όμως. Κι εγώ καταλαβαίνω λίγο, αλλά όχι πολλά πράγματα. Οι Βλάχοι έχουν πολλά συνθηματικά, έχουν δικούς τους κώδικες».

«Πώς ήταν εδώ η περιοχή το 1960, όταν ήρθατε εσείς;»

«Υποβαθμισμένη. Το 1960 όλη η περιοχή εδώ ήταν υποβαθμισμένη, με εξαίρεση το σημείο εκείνο στον κεντρικό δρόμο όπου ήταν τα γραφεία του Οργανισμού [Κωπαΐδας] και είχε κίνηση».

«Την ίδια περίοδο με σας ήρθε κι άλλος κόσμος;»

«Μέχρι το ’65 έρχονταν δικοί μας [ενν. Βλάχοι]. Έρχονταν είτε από τη Θήβα να δουλέψουν εποχιακοί στον Οργανισμό, στο καλαμπόκι, στο βαμβάκι, είτε, αργότερα, έρχονταν για τη βιομηχανική περιοχή της Θήβας».

«Ποιο είναι το όνομα αυτής της συγκεκριμένης περιοχής; Εδώ που είναι το σπίτι σας;»

«Εδώ λέγεται Τσαπρινιά. Όταν ήρθαμε υπήρχε η οδός Καραϊσκάκη και μόνο τρία τέσσερα σπίτια».

«Τα Νέα Σπίτια υπήρχαν;»

«Ναι, αυτά υπήρχαν. Δεξιά ήταν όλα τα σπίτια του Οργανισμού, αριστερά όποιος μπορούσε να χτίσει έχτιζε. Ήταν, ας πούμε, του Παπαδημητρίου, του Μιχάλαινα, αυτά αραιά μεταξύ τους. Κάθε 60-70 μέτρα υπήρχε κι ένα σπίτι. Αυτοί που σας λέω είχανε πλούσια σπίτια».

«Πώς κι έτσι; Θεωρούνταν εδώ καλή περιοχή;»

«Καλή περιοχή ήταν το ίσιωμα. Στην πέτρα πάνω πώς να χτίσεις. Όμως όλα τα σπίτια ήταν πλίθινα, και εδώ και στο Μούλκι, που αρχίζει κάτω από τις γραμμές. Όταν έγινε ο σεισμός το ’81, τα σπίτια γκρεμίστηκαν και τότε ξαναχτίστηκαν καινούρια».

«Πείτε μας λίγο πιο αναλυτικά για την Τσαπρινιά. Τι σημαίνει το όνομα; Πώς εξελίχτηκε;»

«Τσαπρινιά ήταν μαυροματέικα χωράφια που τα καλλιεργούσαν. Όταν έγινε ο δρόμος, τα έκοψαν και τα πουλούσαν σαν οικόπεδα. Εμείς αγοράσαμε το οικόπεδο το ’73».

«Τα χωράφια αυτά οι Μαυροματέοι τα είχαν από τη διανομή της Κωπαΐδας;»

«Όχι, μάλλον από την πρώτη μοιρασιά, τότε με τους αγωνιστές [ενν. του 1821]. Ήταν ιδιώτες. Εκτός από το χωράφι του Πάικου, τα υπόλοιπα τα είχαν Μαυροματέοι».

«Η λίμνη μέχρι πού έφτανε;»

«Έφτανε μέχρι τον Κηφισό, εδώ πιο κάτω. Εκεί που είναι σήμερα το ΚΤΕΟ ήταν η μύτη της λίμνης, ήταν κόλπος – κι ακόμα και σήμερα έχει άμμο εκεί».

«Συνολικά ο Αλίαρτος πώς ήταν την εποχή εκείνη;»

«Ένα μικρό χωριό ήταν ο Αλίαρτος. Υπήρχε το κέντρο, ο Κριμπάς, όπου εκεί ήταν το χάνι του Πρωτόπαπα, του παππού του Σωτήρη».

«Πού ακριβώς βρισκόταν αυτό το χάνι;»

«Ήταν λίγο πιο μέσα απ’ τον κεντρικό, πίσω από κει που είναι σήμερα τα σουβλάκια. Δεν ήταν μεγάλο, πέντε επί πέντε. Υπήρχε έπειτα το χάνι του Καρβούνη, το εστιατόριο του Κομίνη… Σ’ αυτόν σταματούσαν και τα ΚΤΕΛ, ήταν και πρακτορείο».

«Πόσων χρονών ήσασταν εσείς όταν ήρθατε εδώ;»

«Το ’60 πήγαινα έκτη δημοτικού. Μετά πήγα στο γυμνάσιο ως το 1962. Μετά δούλευα, σε χωράφια, σε μαγαζιά, όπου υπήρχε δουλειά. Η «Γη της Επαγγελίας» ήταν εδώ ως το ’74, όλοι εδώ δουλεύανε. Αλλά δεν την προσέξανε την περιοχή».

Στο σημείο αυτό παρενέβη και η γυναίκα του κ. Λεωνίδα.

«Ήταν πραγματικά η Γη της Επαγγελίας, είχε δουλειά. Αλλά… Ορισμένοι που ήταν κεφαλαιοκράτες, άρχοντες, κοίταξαν άλλα συμφέροντα».

«Τι νομίζετε ότι φταίει που δεν αναπτύχθηκε ο Αλίαρτος;»

Ο κ. Λεωνίδας εδώ ήταν απόλυτος: «Η Θήβα και η Λιβαδειά δεν άφησαν να αναπτυχθεί ο Αλίαρτος. Εφόσον είχε 200.000 στρέμματα χωράφια, χρειαζότανε να γίνει εδώ μια Γεωπονική Σχολή. Κι όλοι τους αυτό υπόσχονταν, συνέχεια. Πριν από δέκα χρόνια σταμάτησαν οι πολιτικοί να το συζητάνε. Και ούτε τον Οργανισμό πρόσεξαν. Ο Οργανισμός είχε 200-300 εργάτες, και με τους εποχιακούς θα έφταναν, σαν να λέμε, τους 400-500. Από τον Πλάτανο ως εκεί που γίνεται σήμερα η λαϊκή ήταν όλο παράγκες. Είχε ζώα. Έκαναν πειράματα για αναπαραγωγή… Σκεφτείτε ότι ο Οργανισμός είχε μέχρι και δικό του υπάλληλο που μάζευε τα σκουπίδια, το ’60, με το κάρο. Είχαν τους Κήπους – 3-4 κηπουροί δούλευαν στους Κήπους, παράδεισος ήταν. Δε θα μπορούσαν να κάνουν εκεί ένα περίπτερο, να πηγαίνει ο κόσμος, να σταματάνε τα ΚΤΕΛ; Τα ρήμαξαν όλα».

«Πριν έρθετε εσείς πώς ήταν η περιοχή;»

«Εδώ στην αρχή, ως το ’55 περίπου, έμεναν μόνο Αρβανίτες. Το ’55 ήρθε ο Κολοβός, ήρθαν κι οι πρώτοι Βλάχοι, οι Καρανασαίοι. Απ’ τις γραμμές όμως και κάτω ήταν Αρβανίτες. Αυτοί ήρθαν όταν έγινε η αποξήρανση. Οι πιο πολλοί εδώ έχουνε καταγωγή από το Μαυρομάτι κι από τα γύρω χωριά. Το Μούλκι δεν είναι και πολύ παλιό χωριό. Πιο παλιά μπορεί να υπήρχαν καλύβια για τα ζώα, όχι όμως σπίτια, χωριό. Βαλμαριό [Σαρακατσάνικη έκφραση για τα ζώα της στάνης] το είχανε, δέναν τα γαϊδούρια και τα άλογα».

«Γίνονταν και παζάρια ζώων στο Μούλκι;»

«Όχι, τα παζάρια γίνονταν στον Ορχομενό, στη Θήβα και στη Λιβαδειά».

«Οι σχέσεις των κατοίκων μεταξύ τους πώς ήταν;»

«Καλές ήταν… Ε, μικροπροβλήματα υπήρχαν, αλλά γενικά ήταν καλές».

«Τι είδους προβλήματα;»

«Οι Μουλκαίοι ήθελαν τους εσωτερικούς μετανάστες, τους Βλάχους, για δουλειά. Είχαν πέντε στρέμματα χωράφι και νόμιζαν πως κάτι ήταν, γιατί οι Βλάχοι δεν είχαν τίποτα. Κι εμείς, που ήρθαμε εδώ το ’60, δεν είχαμε λεφτά. Δουλέψαμε όμως, δουλεύαμε κάθε μέρα. Αν δουλεύεις κάθε μέρα για 10-15 μέρες, βγάζεις λεφτά και τα έχεις στην τσέπη. Ενώ ο ντόπιος περίμενε τον έμπορο να του δώσει τα λεφτά. Θα περίμενε πότε να πουλήσει το βαμβάκι και πότε το στάρι. Κι αν τα έπαιρνε τα λεφτά. Είναι όπως με τους Αλβανούς σήμερα. Λέμε “Α, Αλβανός είναι αυτός”, αλλά έρχονται οι Έλληνες στη λαϊκή κι αγοράζουν πέντε, δέκα ευρώ. Έρχεται ο Αλβανός και γεμίζει τις σακούλες μήλα, κι αφήνει είκοσι, είκοσι πέντε. Γιατί οι Αλβανοί δουλεύουν, κι έχουν λεφτά στην τσέπη».

«Εκτός από τον Οργανισμό, πού αλλού δούλευαν οι άνθρωποι που έρχονταν εδώ;»

«Ήτανε και το Δασικό Φυτώριο. Εκεί πάει από τον δρόμο που βγάζει στο ΚΤΕΟ. Το μεγαλύτερο φυτώριο ήταν, και πολύ όμορφο, αυτό τροφοδοτούσε με δέντρα όλη την Ελλάδα. Από δω πήραν όλα τα πεύκα που φύτεψαν στο Μαυρομάτι, σ’ αυτή την έκταση μόλις μπαίνεις στο χωριό. Και στη Θήβα το ίδιο. Με εργάτες του φυτωρίου τα βάλανε. Το 1960 δούλευε ο κόσμος εκεί. Η μάνα μου κι η αδερφή μου δούλευαν εκεί, δούλευαν τα κορίτσια του Παπαδημητρίου… Αλλά αυτές ήταν οι μόνες γυναίκες απ’ τον Αλίαρτο. Περισσότερο δούλευαν εκεί από άλλα χωριά, από τα Κούκουρα, τον Αϊ-Γιώργη, το Μαυρομάτι – εποχιακά».

«Πόσοι ήταν οι μόνιμοι εργάτες;»

«Καμιά τριανταριά ήταν οι μόνιμοι, κυρίως γυναίκες, κι έφταναν τις 200 εργάτριες με τις εποχιακές».

«Άνηκε στον Οργανισμό;»

«Όχι, το φυτώριο άνηκε στο Δασαρχείο, στο Υπουργείο Γεωργίας. Δουλεύει ακόμα. Έχει δύο έλατα από τον Καναδά που φτάνουν τα 30-40 μέτρα».

«Θυμάστε πόσο πήγαιναν τα μεροκάματα τη δεκαετία του ’60;»

«Οι γυναίκες έπαιρναν 45-48 δραχμές τη μέρα, οχτάωρο, και οι άντρες 52. Εκεί δούλευαν οχτάωρο. Στα χωράφια, όμως, ο κόσμος δούλευε ήλιο με ήλιο».

«Στα χωράφια του Οργανισμού;»

«Και όχι μόνο. Παντού».

«Ξέρετε αν ο Οργανισμός άλεθε σιτάρι;»

«Για να άλεθε, δεν νομίζω. Πάντως ο Οργανισμός νοίκιαζε κάποιες αποθήκες, στον κεντρικό, τις νοίκιαζε στον Ντάουλο ο οποίος αποθήκευε εκεί σιτάρι για μπίρα. Αλλά αυτό δεν ήταν για άλεσμα, και τις αποθήκες τις νοίκιαζε για λίγο διάστημα, όχι για όλο το χρόνο. Σε τσουβάλια τα αποθήκευε, μέχρι και πριν από 5-7 χρόνια».

«Οι κάτοικοι εδώ έκαναν παρέα με τους υπαλλήλους που έμεναν στα Νέα Σπίτια;»

«Όχι, αυτοί έκαναν παρέα κυρίως μεταξύ τους. Ήρθαν εδώ νιόπαντροι όλοι, ώσπου να μεγαλώσουν τα παιδιά τους έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια, γι’ αυτό κυρίως – μέσα απ’ τα παιδιά γίνονται οι παρέες».

«Θα λέγατε ότι συμπεριφέρονταν αλαζονικά προς τους άλλους;»

«Μπα, δεν μπορείς να πεις ότι το παίζαν αριστοκράτες. Ήταν καλοί. Αλλά ο καθένας έχει το σινάφι του».

«Έμεναν στα Νέα Σπίτια και διοικητικά στελέχη ή μόνο πιο χαμηλόμισθοι;»

«Σπάνια, διοικητικά στελέχη έμεναν σπάνια».

«Ξέρετε κάποιον Νίκο Κυριακάτη; Από τη Λιβαδειά;»

«Κυριακάτης… Υπήρχε κάποιος Χρήστος, ο μπαρμπα-Χρήστος ο Κυριακάτης που δούλευε στον Οργανισμό».

«Σε σχέση με τα οικόπεδα και τα όριά τους, ή με τα χωράφια, υπήρχαν διενέξεις ανάμεσα στους κατοίκους;»

«Διενέξεις, όχι, δεν υπήρχαν. Εμείς εδώ είμαστε όλοι ξαδέρφια, στη σειρά. Γιατί πώς γίνεται και μαζεύεται ο κόσμος σε μια περιοχή… Χτίζεται εδώ, ας πούμε, ένα σπίτι, κι ύστερα αρχίζουν και χτίζονται γύρω γύρω, ο ένας φέρνει τον άλλον. Έτσι ξανοίγονται τα χωριά. Αν πούλαγαν στα Κριμπέικα, θα ’χε γίνει το χωριό εκεί – γι’ αυτό ξανοίχτηκε το χωριό στο Κολωνάκι και όχι στα Κριμπέικα. Εδώ ήταν καλό μέρος, ίσιωμα, γι’ αυτό ήρθαμε».

«Είχε μείνει από τον εμφύλιο η διαφορά μεταξύ δεξιών και αριστερών;»

«Ναι, υπήρχαν διαφορές. Ο κόσμος ήταν χωρισμένος, δεξιοί – αριστεροί. Δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς. Ένας που σου ’κανε τον αριστερό, μπορεί να ήταν δεξιός».

«Είχε πολλούς αριστερούς στον Αλίαρτο;»

«Οι εκδηλωμένοι αριστεροί ήταν τρεις-τέσσερις. Επί Χούντας τους έπιασαν, αλλά μάλλον μεσολάβησε ο δήμαρχος και τους άφησαν. Αυτό ήταν το καλό εδώ. Ότι παρόλο που άλλος ήταν δεξιός κι άλλος αριστερός, μέτραγε πιο πολύ ότι ήσουν ξάδερφος με τον άλλον, ότι ήσουν γνωστός. Λέγαν παλιά, με τον Εμφύλιο, ας πούμε, ότι είχαν έρθει δεξιοί από αλλού να δείρουν κάποιον ντόπιο αριστερό στο Μούλκι – κι ήρθανε ντόπιοι δεξιοί και τους λένε “Τι θέλετε εδώ, φύγετε”.

»Δεν είχε σημασία τι πίστευες. Οι ντόπιοι σε στήριζαν, γι’ αυτό και στο Μούλκι δεν υπήρχαν θύματα στον Εμφύλιο – ενώ στο Μάζι υπήρχαν. Εδώ υπάρχει όμως η ιστορία του Ζάγγα, το φονικό… Τον ξέρετε τον Ζάγγα;»

«Μόνο σαν όνομα, ξέρουμε ότι υπάρχει η στάση στο όνομά του, αλλά δεν ξέρουμε την ιστορία. Ποιος ήταν;»

«Αυτές οι ιστορίες πρέπει να μένουνε, για να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά. Τον Ζάγγα τον παλούκωσαν ζωντανό επί εμφυλίου πολέμου. Εκεί που στρίβει ο δρόμος για Παλιοπαναγιά, που το ’χει τώρα ο Τσαπάρας, ήταν το κτίριο του Ζάγγα. Ήταν δεξιός. Κάποια μέρα είχανε πει ότι θα έρθει ο στρατός από τη Θήβα, κι αυτός ύψωσε σημαία να τους υποδεχτεί. Αλλά ο στρατός δεν ήρθε. Ήρθαν οι αντάρτες και τον κύκλωσαν, όλη τη νύχτα αυτός από μέσα πολέμαγε μόνος του. Όταν ξημέρωνε, μια σφαίρα χτύπησε την κόρη του και της έκοψε τα δάχτυλα, έτρεχε το αίμα, αιμορραγούσε. Και για να μην πεθάνει η κόρη του, ο Ζάγγας λέει “Παραδίνομαι”, και βγαίνουν όλοι έξω. Αυτοί παίρνουν την κόρη του, τον έναν του γιο που ήταν μαζί του – ο άλλος κάπου είχε κρυφτεί, δεν ήταν στο σπίτι – και τον ίδιο το γερο-Ζάγγα, και τους πήγαιναν στο βουνό να τους εκτελέσουν. Όπως περνούσαν από το Μάζι βγαίνει ένας γιατρός, ο Λάμπρου, τους λέει “Αφήστε την κόρη, θα πεθάνει ούτως ή άλλως” και την άφησαν. Κι έτσι σώθηκε το κορίτσι. Τα ουρλιαχτά του Ζάγγα και του γιου του ακούγονταν ως το Ζαγαρά. Όταν φύγαν οι αντάρτες πήγαν οι χωριανοί να δούνε, και βρήκαν και τον πατέρα και τον γιο σουβλισμένους – τους είχαν σουβλίσει ζωντανούς.

»Το λέω κι ανατριχιάζω. Δεν έχει σημασία τι είσαι, αριστερός, δεξιός. Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να γίνονται. Και το κτίριο έπρεπε να ’χε μείνει, άλλωστε ο γιος που γλίτωσε ζει, έφυγε και πήγε στην Αμερική – φαίνονταν ακόμα πάνω οι σφαίρες. Η κόρη του Ζάγγα ζει κι αυτή, έχει παντρευτεί τον Κώστα τον Καραμάνο».

Στο σημείο αυτό περάσαμε στο εκκοκκιστήριο.

«Πότε άρχισε να λειτουργεί το εκκοκκιστήριο;»

«Το ’60 που ήρθαμε δεν λειτουργούσε. Έγινε το ’62-’63».

«Υπήρχε πριν άλλο κτίσμα το οποίο επέκτεινε; Άλλο εκκοκκιστήριο;»

«Όχι, το έφτιαξε ο Κοντογιώργης όλο απ’ την αρχή. Μάλλον πήρε δάνειο, γιατί όταν έκλεισε του το πήρε η τράπεζα».

«Πώς ήταν σαν άνθρωπος ο Κοντογιώργης; Τον γνωρίζατε;»

«Α, και ποιος τον ήξερε αυτόν… Δεν τον βλέπαμε πολύ, έμενε στη Λιβαδειά. Πάντως υπήρχε κι άλλο κτίριο στην αρχή, που το γκρεμίσανε. Οι αποθήκες ήταν πολύ μεγάλες».

«Από πού έπαιρνε το βαμβάκι;»

«Έπαιρνε από ιδιώτες εδώ γύρω, έπαιρνε κι από τη Θεσσαλία…»

«Υπήρχε και το εργοστάσιο του Γρίβα εδώ, έτσι δεν είναι;»

«Αυτό ήταν σπορελαιουργείο. Έπαιρνε το σπόρο από το βαμβάκι, έφτιαχναν τη βαμβακόπιτα για τα ζώα, κι αυτό το πατούσαν κι έβγαινε το λάδι».

«Ποιο είναι αυτό το Σωματείο που μας είχατε πει ότι δούλευε στο εκκοκκιστήριο;»

«Σωματείο Ελεύθερων Εργατών. Παλιά δεν υπήρχαν μηχανήματα να ξεφορτώσουν, να σηκώσουνε τα σακιά. Φορτώνανε οι άνθρωποι τα σακιά και τα ξεφορτώνανε. Τίποτα άλλο δεν κάνανε: μόνο φόρτωναν και ξεφόρτωναν. Δούλευαν γενικά 40-50 άτομα έτσι από τον Αλίαρτο. Ερχόταν, ας πούμε, ένα αυτοκίνητο να ξεφορτώσει, πήγαινε το Σωματείο και το ξεφόρτωνε. Αυτή ήταν δική τους δουλειά, δεν την έκανε κανείς άλλος».

«Μόνο με το εκκοκκιστήριο δούλευαν;»

«Παντού – όπου χρειαζόταν φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Και στον Μαράκη πήγαιναν, παντού. Αυτοί ήταν μόνοι τους, είχαν Δ.Σ., ψήφιζαν. Και πώς δούλευαν; Δεν είχε ο καθένας το μεροκάματό του. Ό,τι έπιαναν τη μέρα το μοίραζαν όλοι μαζί. Βγάζαν την ασφάλειά τους, το έκανε αυτό ο γραμματέας, κι ό,τι έμενε το μοιραζόντουσαν».

«Υπήρχε ανταγωνισμός με άλλα παρόμοια σωματεία ή εργάτες;»

«Όχι, δεν έκανε άλλος αυτή τη δουλειά. Ήταν κλειστό επάγγελμα».

«Γιατί; Πώς κι έτσι; Με τόση ανάγκη που υπήρχε για δουλειά;»

«Α, ήταν η πιο βαριά δουλειά, δεν πήγαινε κανείς. Τα σακιά ζύγιζαν 50-60 κιλά. Η μπάλα το βαμβάκι ήταν 150-200 κιλά. Το πήγαιναν κυλώντας, το σήκωναν στα χέρια και το φόρτωναν στο αμάξι. Πάνω στο φορτηγό βάζαν 3-4 μπάλες. Σκέψου να σηκώνεις ψηλά 150-200 κιλά με τα χέρια…»

«Εδώ στο Μούλκι τι γνώμη επικρατούσε για τον Μαράκη;»

«Γενικά ήταν καλός. Δεν είχε ακουστεί τίποτα κακό. Δεν είχε κάνει κάτι κακό στον Αλίαρτο. Πάντως, γενικά, ο κόσμος δε μίλαγε γιατί φοβόταν, ήθελε δουλειά».

«Τον κ. Νίκο Τρούγκα τον ξέρετε;»

«Ο μπαρμπα-Νίκος… Δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν. Στην οικογένειά του ίσως, τα ’πινε. Όμως ήταν καλός, ήταν γραφικός. Σαν τους παλιούς τους γεροντόμαγκες. Έπινε βέβαια, αλλά ήταν καλός. Σήμερα είναι αλλιώς τα πράγματα, για τον τότε κόσμο, όμως, θεωρούνταν ξύπνιος. Γιατί τότε το να βγαίνεις και να μπορείς να κάνεις διάλογο στα καφενεία ήταν κάτι. Ο μπαρμπα-Νίκος ήταν αγράμματος, αλλά άμα κυκλοφορείς στην αγορά, βλέπεις και ξέρεις πιο πολλά. Κατέβαινε στον Κριμπά, στον μπαρμπα-Σπύρο τον Κομίνη, πιο μετά πήγαινε στον Αραμπάνο, στον Κυριακάτη…»

«Με ποιους έκανε παρέα;»

«Ήταν ο μπαρμπα-Μπέλιος, ο Πολίτης, ο Τρούγκας, ήταν μαζί. Αλλά, ούτε μπορούσες να τον κοροϊδέψεις εύκολα τον Τρούγκα. Με το που σ’ έβλεπε ήξερε με τι πνεύμα του μιλάς. Το κρασάκι τους, το καλαμπουράκι τους, αλλά ούτε δέχονταν να τους κάνεις τον πονηρό».

Στο σημείο αυτό σταματήσαμε εξαιτίας της ώρας, με τον κ. Λεωνίδα και τη σύζυγό του πρόθυμους για μια επόμενη συνάντηση, για οτιδήποτε επιπλέον χρειαστεί.

Follow by Email
LINKEDIN
Share