Του Γιώργου Αράγη. Βιβλιοκριτική του βιβλίου Οδός Μακεδονομάχων της Αντωνίας Γουναροπούλου (εκδόσεις Petites-Maisons), 2 Ιουνίου 2022, Αθήνα, βιβλιοπωλείο Επί Λέξει
Στήν ἑλληνική πεζογραφία, ὅπως καί στήν παγκόσμια, ἔχουμε ἔργα πού γράφονται γιά νά διαβαστοῦν ἀπό παιδιά καί ἔργα μέ πρωταγωνιστές παιδιά, πού γράφονται γιά νά διαβαστοῦν ἀπό μεγάλους. Ποῦ βρίσκεται ἡ διαφορά; Ἡ διαφορά βρίσκεται στήν ὀπτική τῶν πεζογράφων. Στό γεγονός ὅτι τά πρῶτα γράφονται μέ γνώμονα τήν παιδική ἀντίληψη, ἐνῶ τά δεύτερα γράφονται μέ γνώμονα τήν ἐνήλικη ἀντίληψη. Φυσικά δέν ἀποκλείεται νά διαβάζονται ἀπό παιδιά τῆς προσχολικῆς καί σχολικῆς ἡλικίας, πεζά γιά μεγάλους, ὅμως ἡ ἀναγνωστική ἀφομοίωση διαφέρει ἀνάμεσα στίς μικρές καί στίς μεγάλες ἡλικίες. Ὁ Λεωνής τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ δέν γράφτηκε γιά νά ἀνταποκρίνεται στήν παιδική δεκτικότητα. Τό ἴδιο ἡ Ἐρόικα καί Στοῦ Xατζηφράγκου τοῦ Κ. Πολίτη. Ἐνῶ το Τόν καιρό τοῦ Βουλγαροκτόνου τῆς Π. Δέλτα γράφτηκε γιά νά διαβαστεῖ ἀπό παιδιά. Ἔχουμε συνεπῶς ἐδῶ ἕνα ζήτημα διάκρισης πού, ὅσο ξέρω, δέν ἔχει ἀσχοληθεῖ κανείς μαζί του. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νά ξεχωρίζουμε τήν παιδική λογοτεχνία ἀπό τή λογοτεχνία γιά μεγάλους, ἀδιάφορο ἄν ἡ λογοτεχνία γιά μεγάλους χρησιμοποιεῖ κάποτε ὡς ἀφηγηματικούς ἥρωες παιδιά. Κι αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει στήν Ὁδό Μακεδονομάχων. Ὅπου ἔχουμε ἀφηγηματικούς ἥρωες παιδιά, χωρίς νά προϋποθέτει ἡ συγγραφή του παιδικό ἀναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, συγκεκριμένα, γιά ἕνα βιβλιαράκι μέ δέκα μικρές ἱστορίες ἤ διηγήματα, πού, σύμφωνα μέ τή σειρά τους στό βιβλίο, ἔχουν τούς ἀκόλουθους τίτλους: «Βουτιά στό χῶμα», «Ἡ “Ταβέρνα τοῦ Τάκη”», «Οἱ χῆνες», «Ἡ ἀλεποῦ», «Ὁ κυρ Σπύρος», «Ἀπό θλίψη», «“Ζα-βο-λιά-ρα!”», «Ἡ σωλήνα τοῦ Θανάτου», «Λασποκεφτέδες», «“Ἀμήν”». Ἕνα ἀπό αὐτά, «Ὁ κυρ Σπύρος», ἀφορᾶ ἕναν γερασμένο ἀνθρωπο, πού ζεῖ μόνος του. Ἐξαιρετέο καί ἀσχολίαστο σέ ὅσα ἀκολουθοῦν, καθώς δέν εἶναι τῆς ἴδιας τάξης μέ τά ὑπόλοιπα. Τ᾿ ἄλλα ἐννιά ἀναφέρονται σέ μιά κοπελίτσα, πού λέγεται Σία ἤ ἁπλά κορίτσι καί εἶναι 4-5 χρονῶν, ἀλλά μία φορά, στό διήγημα «“Ἀμήν”», εἶναι 11 χρονῶν καί πηγαίνει στήν πέμπτη δημοτικοῦ. Ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τή Σία, ὅπως θυμᾶται τόν ἑαυτό της σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία. Ἄρα δέν ἀποκλείεται νά ὑπάρχει αὐτοβιογραφική βάση. Ἡ Σία, τώρα, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν πολιτική, οὔτε γιά τή θρησκεία, οὔτε γιά τίς σπουδές, οὔτε γιά τόν κόσμο γενικότερα, οὔτε καί πολύ γιά τούς μεγάλους. Ὁ δικός της κύκλος εἶναι ἡ γειτονιά της, ὅπου προέχει ἡ Ὁδός Μακεδονομάχων, μέ τά συνομήλικα, τά λίγο μεγαλύτερα καί λίγο μικρότερα κορίτσια καί ἀγόρια της. Σ᾿ αὐτή τή γειτονιά, πού ἔχει ἀκόμα ἕνα δασάκι κι ἕνα ρέμα, δοκιμάζονται οἱ δυνατότητες καί οἱ δεξιότητες τῶν μικρῶν παιδιῶν, μέσα ἀπό τά παιχνίδια τους. Τά κείμενα γράφονται σέ τρίτο πρόσωπο, ἀλλά πάντα ἀπό τή μεριά τῆς μικρῆς πρωταγωνίστριας. Μάλιστα, γιά περισσότερη σαφήνεια ἡ ἀφηγηματική ἑστίαση τοποθετεῖται στήν ἴδια τή Σία. Μέ ποιόν τρόπο; Μέ τό νά δίνει τά «πράγματα»,[1] κάτι πού συνιστᾶ ἀφηγηματική ἀρετή, μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθήματα τῆς κοπελίτσας.
Αἰσθήσεις καί αἰσθήματα. Θά χρειαστεῖ νά τά δοῦμε κάπως διεξοδικά. Αἰσθήσεις. Τί εἶναι αὐτό πού τραβάει τά μάτια τῆς Σίας; Πρῶτα πρῶτα εἶναι ὁ στίβος τῶν παιχνιδιῶν, ἡ Ὁδός Μακεδονομάχων ἀπό τή μιά ἄκρη ὥς τήν ἄλλη, ἀνηφόρα-κατηφόρα. Χωματόδρομος καί τελευταῖα μέ πίσσα. Ὅπου ἡ ταβέρνα τοῦ Τάκη, τῆς Κικῆς καί τοῦ γιοῦ τους Κωστή, τό σπιτάκι τοῦ Γιοῦρα, τό σπίτι τῆς κυρα-Ντόλης, τό σπίτι τῆς Σπυριδούλας, τῆς Γωγώς, τοῦ κυρ Σπύρου, τῆς δασκάλας καί τοῦ Γυμνασιάρχη μέ τά οἰκοδομικά «χώματα» μπροστά του, τό ἐγκαταλειμμένο σπίτι πού ἀποφεύγανε τά παιδιά. Ἀπέναντι εἶναι τό δασάκι μέ τά πεῦκα, ἐνῶ πίσω μεριά εἶναι τό ρέμα μέ τίς καρπερές συκιές. Ἐκτός ἀπό αὐτά δέν λείπουν καί τά ἀπρόοπτα. Τό κορίτσι παρακολουθεῖ μιά μέρα δυό ἄλογα νά καλπάζουν:
«Τά παιδιά πέταξαν τά ποδήλατα, τίς πέτρες, τίς μπίλιες, τίς κιμωλίες, βιάστηκαν ποιό θ᾿ ἀνέβει πρῶτο τή σκάλα κι ἔφτασαν πάνω στό δρόμο, ἐκεῖ πού σέ λίγο θά ᾿μπαινε ἡ φαρδιά σιδερένια ἐξώπορτα κι εἶχαν μαζευτεῖ γονεῖς καί θεῖοι. Δυό ἄλογα, ἕνα ἄσπρο κι ἕνα καφετί, κατέβαιναν μ᾿ ἐλαφρύ καλπασμό τήν κατηφόρα ἀκριβῶς μπροστά τους, κι ἕνα ἄσχημο ἀδύνατο ἀγόρι ἔτρεχε ἱδρωμένο πίσω τους βρίζοντας μέ λέξεις πού τά παιδιά δέν ἔπρεπε ν᾿ ἀκούσουν – ἀλλά εἶχαν ἤδη ἀκούσει. [...] Οἱ μεγάλοι γελοῦσαν. Τό κορίτσι ἔβλεπε μπροστά της τό ἀγόρι, ἀκόμα κι ὅταν ἐκεῖνο εἶχε χαθεῖ.»
Ἔπειτα ἀπό τά ἄλογα τό κορίτσι συναντάει στό ρέμα ἕνα κοπαδάκι ἀπό χῆνες καί τό ἄσχημο ἀγόρι. Στό μεταξύ, στήν ταβέρνα τοῦ Τάκη τραβάει τήν προσοχή της μιά ζυγαριά πού ὁ μηχανισμός της τῆς φαίνεται ἀκατανόητος. Τίς προάλλες ὁ Κωστής ἔφερε κρυφά τό αὐτοκίνητο τοῦ πατέρα του, τό πορτοκαλί μέ τή μία ρόδα μπροστά, ὥς τό σπίτι τους. Τό ὁδήγησε μέ τήν ὄπισθεν στήν πιλοτή κι ἔγινε «ξεφάντωμα» ἀπό τά παιδιά. Ἄλλοτε, ἕνα βραδάκι πού ἦταν στό μπαλκόνι μέ τή μάνα της καί τόν μεγαλύτερο ἀδερφό της, εἶδαν τήν ἀλεπού, μέ τή μεγάλη φουντωτή οὐρά, νά βγαίνει στόν δρόμο ἀπό τό δασάκι. Ὅμως περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τό κορίτσι προσέχει τίς γραμμές ἀπό τά τετράγωνα στό παιγνίδι μέ τό κουτσό, πού τίς πατάει ἡ φίλη της Θεώνη καί καταφέρνει νά κρύβει ὅτι τίς πατάει: «Ὄχι, ποῦ; νά, δέν πατάω!» Γεγονός πού κάνει τό κορίτσι νά θυμώνει καί νά φωνάζει στή Θεώνη: «Ζα-βο-λιά-ρα! Ζα-βο-λιά-ρα!...».
Αὐτός εἶναι περίπου ὁ ὁρατός κόσμος τῆς μικρούλας πρωταγωνίστριας. Ἀλλά οἱ αἰσθήσεις εἶναι πέντε. Ἔτσι, δέν λείπει κι ὁ ἀκουστικός κόσμος. Ἡ γειτονιά ἔχει τίς ὧρες της, ἄλλοτε ἡσυχία, ἄλλοτε φασαρία. Φασαρία εἶναι τά ξεφωνητά τῶν παιδιῶν στά παιχνίδια τους, τά πρωινά αὐτοκίνητα πού μεταφέρουν τά παιδιά στά σχολεῖα τους, τά κακαρίσματα ἀπό τό κοτέτσι τῆς κυρα-Ντόλης, ὁ βήχας τοῦ κυρ Σπύρου ἀπό τό διπλανό σπίτι του, τό φοβεριστικό σφύριγμα τοῦ πατέρα γιά νά ἐπιστρέψει ἕνα βράδι, μέ τόν ἀδερφό της, στό σπίτι. Ἔπειτα εἶναι τά μυριστικά, τά ἁπτικά καί τά γευστικά δεδομένα. Σημειώνω ἕναν συνδυασμό μυρωδιᾶς καί γεύσης. Τό κορίτσι εἶναι 11 χρονῶν καί πηγαίνει πιά μέ τά πόδια στό σκολεῖο, πιασμένη χέρι χέρι μέ τόν φίλο της Χάρη:
«Φτάνουν στόν παλιό της παιδικό σταθμό στήν κορυφή τῆς Μακεδονομάχων, τό κορίτσι κάνει τό κόλπο μέ τή βαθιά εἰσπνοή, ρουφάει ἀέρα μ᾿ ὅλη τήν ψυχή της καί, νά, ἡ πρωινή μυρωδιά τοῦ σταθμοῦ γεννᾶ στό στόμα της τήν παλιά γεύση ἀπό τό γάλα κακάο.»
Αἰσθήματα. Τό κορίτσι ζεῖ τά αἰσθήματά του καί ταυτόχρονα τά μαθαίνει, εἴτε ξέρει τά ὀνόματά τους εἴτε ὄχι. Στό πρῶτο διήγημα, «Βουτιά στό χῶμα», ξέρει πώς ἔκανε ζαβολιά στόν ξαδερφό της Πανούλη, πού κλαίει ἀπαρηγόρητος. Δέν τό ὁμολογεῖ στή μάνα της, ἀλλά ἐκείνη κάτι μαντεύει. Ἡ ἴδια σκέφτεται «νά τοῦ πεῖ (του Πανούλη) νά μήν τή μαρτυρήσει. Ἄν δέν τή μαρτυρήσει, στό ἑπόμενο παιχνίδι πλεϊμομπίλ θά παίξουν ὅ,τι ἱστορία θέλει αὐτός». Ἕνα καταμεσήμερο, πού ἡ γειτονιά ἡσύχαζε, κατέβηκε στό ρέμα μέ τίς συκιές, ὅπου, χωρίς νά τό περιμένει, συνάντησε τίς χῆνες μέ τό «ἄσχημο ἀδύνατο ἀγόρι»:
«Καθόταν ἀνακούρκουδα στά κίτρινα ξερόχορτα καί τήν κοιτοῦσε κοροϊδευτικά. Δέν εἶχε πρόβλημα τό κορίτσι μ᾿ αὐτό. Ἤξερε τί σημαίνει “κοροϊδευτικά”. Τήν εἶχε κοιτάξει πολλές φορές “κοροϊδευτικά” ὁ ἀδερφός καί ἡ μάνα της, κι αὐτή εἶχε κοιτάξει πολλές φορές “κοροϊδευτικά” τά ξαδέρφια της. Ἀλλά αὐτό δέν ἦταν ἁπλῶς “κοροϊδευτικά”. Ἦταν καί κάτι ἄλλο, πού τό κορίτσι δέν ἤξερε πῶς τό λένε ἀλλά τό ἀναγνώρισε. Ἦταν κάτι πού τήν ἔκανε νά νιώσει ντροπή καί ἀπειλή, ἀπίστευτη ἀπειλή, καί δέν εἶχε ὄνομα νά τοῦ δώσει. Ἀσυναίσθητα κοίταξε πίσω της. Καταμεσήμερο, ὁ ἀδερφός καί τά ξαδέρφια της κοιμόντουσαν καί οἱ γονεῖς τους ἦταν στό σπίτι. Μόνη της. Ἔνιωσε πώς τουλάχιστον θά ἤθελε νά μήν εἶναι καλοκαίρι καί νά φοράει τά χειμωνιάτικα ροῦχα της.»
Στό διήγημα «Ἀπό θλίψη» τό κορίτσι ταράζεται ἀπό τή σκηνή πού βλέπει:
«...στέκεται τρομαγμένο στό ἄνοιγμα τῆς πόρτας πού χωρίζει τόν μικρό διάδρομο ἀπ᾿ τό σαλόνι. Γιατί ὁ ἀδερφός της δέν κλαίει ἀπό τά νεῦρα του, δέν εἶναι θυμωμένος – κλαίει ἀπό θλίψη, κι ἡ θλίψη εἶναι τόσο μεγάλη, πού δακρυσμένη εἶναι ἀκόμα καί ἡ μαμά.»
Ὁ ἀδερφός της κλαίει γιατί πέθανε ὁ Τάκης, ὁ πατέρας τοῦ Κωστή. Τοῦ Κωστή πού εἶναι στενός φίλος τοῦ ἀδερφοῦ της. Τό κορίτσι συμπονάει τόν ἀδερφό της, ἄν καί δέν τῆς φέρνεται πολύ καλά, καί βρίσκει τήν καλύτερη μπίλια της γιά νά τοῦ τή δώσει. Στήν ἱστορία πού ἐπιγράφεται «Ζα-βο-λιά-ρα» τό κορίτσι βράζει ἀπό αἴσθημα ἀδικίας καί φτάνει ὥς τήν ἀθέμιτη ἐκδίκηση τῆς φίλης της. Στήν ἱστορία «Ἡ Σωλήνα τοῦ Θανάτου» ζεῖ τήν ἀγωνιώδη προσπάθεια μιᾶς δύσκολης ἀναρρίχησης, καθώς ἀρχίζει καί νυχτώνει, στό ρέμα. Ἐκείνη βρίσκεται στή μέση τῆς ἀπότομης ἀνηφόρας καί δέν μπορεῖ νά πάει οὔτε μπροστά οὔτε πίσω, ἐνῶ ὁ ἀδερφός της κι ὁ Κωστής ἔχουν ἤδη ἀνέβει. Τότε ἀκούγεται τό σφυριχτικό σῆμα τοῦ πατέρα της νά γυρίσουν ἀμέσως στό σπίτι. Ὁ Κωστής προσπαθεῖ νά τη βοηθήσει καί μέ τή βοήθειά του τό κορίτσι σώζεται τήν τελευταῖα στιγμή, ἀλλιῶς θά κατρακυλοῦσε στόν πάτο. Στό κείμενο «“Ἀμήν”», ἡ Σία εἶναι ἕντεκα χρονῶν καί πηγαίνει παρέα μέ τόν Χάρη στό σχολεῖο:
«...ξέρει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερός της φίλος στή γειτονιά ὄχι γιατί τό ἀποφάσισε ποτέ, ἀλλά γιατί ἁπλῶς συμβαίνει: ἄν τά παιδιά δέν παίζουν στόν δρόμο ὅλα μαζί, μόνη της μόνο μέ τόν Χάρη τῆς ἀρέσει νά παίζει. Ξέρει ἀπ᾿ ἔξω τήν κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ του καί τή μυρωδιά, [...] καμιά φορά, συνήθως σέ γιορτές, ὅταν τύχει νά μπεῖ στό σπίτι τοῦ Χάρη μαζί μέ τούς γονεῖς της ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο κι ὄχι ἀπ᾿ τήν κουζίνα, ὁλόκληρο τό σπίτι μοιάζει ν᾿ ἀλλάζει καί γίνεται ἐπίσημο καί ξένο.»
Τήν περίοδο αὐτή τό κορίτσι αἰσθάνεται τό πρῶτο ἐρωτικό σκίρτημα.
Καθώς εἶναι φανερό, οἱ αἰσθήσεις καί τά αἰσθήματα τοῦ κοριτσιοῦ αὐτοῦ ἀντιπροσωπεύουν τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό της κόσμο. Τήν περιπέτεια τῆς ἀνήλικης ζωῆς της: πῶς ἀσκεῖται, πῶς ἀναπτύσσεται, πῶς διαμορφώνει τόν χαρακτήρα της. Αὐτά συμβαίνουν χωρίς ἄλλες πληροφορίες, χωρίς ἐξηγήσεις, χωρίς σχόλια. Ἡ συγγραφέας, δίνοντας ἀπευθείας τά «πράγματα», δέν αίσθάνεται τήν ἀνάγκη νά πεῖ τίποτε περισσότερο. Ἀπό τήν ἀρχή φάνηκε πώς σκοπός της δέν ἦταν νά φανερώσει ἰδέες, σκέψεις, σχέδια καί προθέσεις, ἀλλά νά παρουσιάσει τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθήματα ἑνός συγκεκριμένου κοριτσιοῦ. Τά ἴδια δηλαδή τά στοιχεῖα πού κάνουν ἀμέσως πειστικά τά γραφόμενά της.
Ὅλες οἱ παραστατικές στιγμές ἔχουν τήν ἐκφραστική σημασία τους, τέσσερεις ὅμως ἐντυπωσιάζουν ἰδιαίτερα. Ἐννοῶ τίς ἀκόλουθες: «Τό κορίτσι ἔβλεπε μπροστά της τό ἀγόρι, ἀκόμα κι ὅταν ἐκεῖνο εἶχε χαθεῖ.», «... ἡ πρωινή μυρωδιά τοῦ σταθμοῦ γεννᾶ στό στόμα της τήν παλιά γεύση ἀπό το γάλα κακάο». Στό ρέμα μέ τίς χῆνες καί τό ἄσχημο παιδί, πού τό κορίτσι «Ἔνιωσε πώς τουλάχιστον θά ἤθελε νά μήν εἶναι καλοκαίρι καί νά φοράει τά χειμωνιάτικα ροῦχα της.» Κι ὅταν πήγαινε μέ τούς γονεῖς της στό σπίτι τοῦ Χάρη «ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο κι ὄχι ἀπ᾿ τήν κουζίνα» καί τό σπίτι ἔμοιαζε νά «γίνεται ἐπίσημο καί ξένο».
Νά σημειωθεῖ ὅτι σ᾿ ὅλα τά κείμενα τοῦ βιβλίου δέν συναντοῦμε ἀφηγηματικά μπάζα. Ἀφηγηματικά παραγεμίσματα ἤ λοξοδρομήματα ἐκτός τῆς ἀφηγηματικῆς δράσης. Τό κάθε διήγημα ἀποτελεῖται ἀπό μία δραστική ἑνότητα. Τόσο πού θά ᾿λεγε κανείς πώς βρισκόμαστε μπροστά σέ πεζογραφικά στιγμιότυπα. Ὅμως ὄχι, δέν εἶναι στιγμιότυπα, γιατί ὐπάρχει ἐξέλιξη καί ὄχι στατικές περιγραφές.
Νά σημειωθεῖ ἐπίσης πώς ἡ γραφή τῆς συγγραφέα εἶναι μετρημένα κουκιά. Θέλω νά πῶ ὅτι εἶναι λιτή σέ ἀσυνήθιστο βαθμό. Τόσο πού νά πλησιάζει πρός τόν ποιητικό λόγο. Μποροῦμε νά ἀφαιρέσουμε ἀπό τά διηγήματα αὐτά φράσεις ἤ λέξεις, χωρίς οὐσιαστικές ἀβαρίες στή σύνθεσή τους; Γιά νά μήν τό πῶ ἐγώ, ἄς τό δοκιμάσει ὁ κάθε ἀναγνώστης.
Τελικά τά κείμενα στά ὁποῖα ἀναφέρομαι εἶναι ἀλάνθαστα, ἄψογα καί τέλεια; Ἐγώ μέχρι σήμερα τέτοια κείμενα δέν συνάντησα καί δέν πιστεύω ὅτι γράφτηκαν ποτέ. Καί τά πιό ἄψογα ἔχουν κάποια σημεῖα ἐλεγχόμενα. Στή συγκεκριμένη περίπτωση, ἐξαίρεσα ἕνα κείμενο πού μοιάζει σχετικά ἀταίριαστο. Ἔπειτα, ὅταν διαβάζω στό πρῶτο διήγημα πώς τό κορίτσι «Νιώθει ὅτι εἶναι ἡ μόνη πού συνειδητοποιεῖ τήν ἀπάτη». Τό ρῆμα «συνειδητοποιεῖ», μέ τό γνωστικό φορτίο πού ἔχει, μοῦ φαίνεται βαρύ γιά τήν ἡλικία τοῦ κοριτσιοῦ. Παρωνυχίδα θά πεῖς. Βέβαια παρωνυχίδα. Στό διήγημα «Ἡ Σωλήνα τοῦ Θανάτου» αἰσθάνομαι πώς μοῦ λείπουν στοιχεῖα ἀπό τήν τοπιογραφία τοῦ μέρους. Πῶς προχώρησαν τά παιδιά στό ρέμα, πῶς ξεκίνησαν, πῶς ἦταν ἀκριβῶς ὁ τόπος. Εἶμαι σίγουρος πώς ἡ συγγραφέας ἔχει σαφή εἰκόνα, τήν ὁποία ὅμως ὁ ἀναγνώστης δέν τήν ἔχει. Ἐνῶ σκιαγραφήθηκε ἄρτια ἡ ἀγωνία τοῦ κοριτσιοῦ στήν ἀναρρίχηση, δέν σκιαγραφήθηκε μέ τήν ἴδια ἀρτιότητα ἡ μορφολογία τοῦ τοπίου. Μ᾿ αὐτές τίς ἐπιμέρους παρατηρήσεις ἔφτασα στό τέλος καί θέλω νά σᾶς εὐχαριστήσω πού μ᾿ ἀκούσατε.
Γιῶργος Ἀράγης
Πεδινή 12/5/2022
[1] Μέ τή σημασία πού δίνει στή λέξη ὁ Τέλλος Ἄγρας γράφοντας γιά τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη. (Τέλλος Ἄγρας, «Ὁ Καρυωτάκης καί οἱ ‘Σάτιρες’», Ἅπαντα, δεύτερος τόμος, φιλολογική ἐπιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, Ἕρμής, Ἀθήνα 1981, σσ. 200-221).
Οδός Μακεδονομάχων
Αντωνία Γουναροπούλου
Θεσσαλονίκη: Petites - Maisons, 2022