Αντωνία Γουναροπούλου: «Τρεις συναντήσεις με τον Μιχάλη Κατσαρό, τρεις συναντήσεις με τον κύριο Chance»

Το 1979 προβλήθηκε στην Αμερική το κωμικόδραμα Being there, το κύκνειο άσμα του Πίτερ Σέλλερς. Ένα δυο χρόνια αργότερα, ο τίτλος του μεταφράστηκε στα ελληνικά –ατυχώς προτρεπτικά, κατά τη γνώμη μου– «Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς» και προβλήθηκε και στις αθηναϊκές αίθουσες.

Ένας αγαθός κηπουρός κατοικεί στο σπίτι του εργοδότη του χωρίς ποτέ να έχει βγει έξω, μέχρι που ο εργοδότης του πεθαίνει. Τότε, μεσήλικας πια και με μοναδικά του εφόδια την αποκλειστική του γνώση περί κηπουρικής, τη μονομανή του αγάπη για την παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων, τα ρούχα του εκλιπόντος και το όνομά του («Τσανς, ο κηπουρός» – «Chance, the gardener»), βρίσκεται να βαδίζει ανέστιος και δίχως προορισμό στους δρόμους της γειτονιάς, της πόλης, της κοινωνίας του – διαδρομή που θα τον οδηγήσει ερήμην του ως το κατώφλι του ύπατου αξιώματος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όλοι όσοι συναντούν τον Τσανς τον κηπουρό, τον ευγενικά μειδιώντα, άδολο κι ειλικρινή σαν παιδί, προβάλλουν στη σχεδόν ουδέτερη παρουσία του τις δικές τους σκέψεις, τους δικούς τους σκοπούς, τις δικές τους απαντήσεις στις εσώτερες αναζητήσεις τους. Όταν ο Τσανς μιλάει γι’ αυτό που γνωρίζει καλά, δηλαδή τη φροντίδα των κήπων, κανείς δεν τον ακούει στ’ αλήθεια – όλοι τον μεταφράζουν. Ο «Chance, the gardener» πολύ σύντομα στην ταινία και χάριν μιας παρανόησης ξαναβαφτίζεται, γίνεται «Chancey Gardiner», και παραμένει ως λίγα λεπτά πριν τους τίτλους τέλους ο διαρκής καθρέφτης των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Τι θα ρίξουν πάνω σ’ αυτό το κάτοπτρο; Θα ρίξουν τόσο πολύ από τις ανάγκες τους, τόσο πολύ από τα όνειρά τους, απ’ τις αυτο-επαληθεύσεις τους, από τις ίντριγκες και τα συμφέροντά τους, ώστε θα καταλήξουν να τον επιλέξουν για το αξίωμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι δεν έχει καμία εμπειρία από την πολιτική ή την κοινωνική ζωή και ελάχιστη εμπειρία από τη ζωή καθαυτή.

Επειδή κάποιος παράκουσε, ο «Chance, the gardener» μετατράπηκε σε «Chancey Gardiner». Από το τίποτα φτάνει στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας μόνο και μόνο επειδή ήταν εκεί – «being there». Και δεν στέκομαι στο τι λέει αυτό για τον ίδιο τον Chance, αλλά στα όσα φανερώνει για τους ανθρώπους που τον συναντούν και τον κρίνουν.

*

Το βραβευμένο από τo υπουργείο Πολιτισμού περιοδικό Οροπέδιο μας έχει συνηθίσει σε πολύ αξιόλογα αφιερώματα, όπως είναι, για παράδειγμα, το αφιέρωμα στον Paul Celan. Το τρέχον τεύχος (Χειμώνας 2013) είναι αφιερωμένο στον Μιχάλη Κατσαρό, με κείμενα που είναι άλλοτε βιογραφικά, άλλοτε κείμενα μνήμης κι άλλοτε κριτικά για το έργο του ποιητή. Οι γραμμές αυτές γράφονται με αφορμή τρία από τα «κριτικά» κείμενα του αφιερώματος.

«Παρακαλώ πολύ, φίλοι αναγνώστες»σημειώνει ο σκηνοθέτης και κριτικός Λευτέρης Ξανθόπουλος«πλησιάστε με αγάπη και σεβασμό τον μεσσιανικό, τον τρυφερό, τον ραγισμένο Μιχάλη Κατσαρό, σκύψετε πάνω από τα περιφρονημένα του βιβλία και ψάξετε για τους μικρούς κρυμμένους θησαυρούς που αφήνει εδώ κι εκεί (…)».

Όταν μιλάει για «μικρούς, κρυμμένους θησαυρούς», ο Λευτέρης Ξανθόπουλος δεν αερολογεί: σε προηγούμενο σημείο του κειμένου του έχει προσδιορίσει κάποια από τα ποιητικά στοιχεία του έργου του Κατσαρού, αναφερόμενος σε ό,τι εν πολλοίς χάθηκε από την ποίηση αυτή μετά το 1975. Εκεί ο κριτικός μίλησε για την «ευλυγισία του στίχου», για το επικίνδυνο «χαμήλωμα της φωτιάς που … καίει τα σπλάχνα» του ποιητή αλλά, κυρίως, μίλησε για τη λέξη, όχι τη λέξη του καθημερινού μας λόγου αλλά τη λέξη της ποίησης: στο έργο του Κατσαρού μετά το 1975, μας λέει ο Ξανθόπουλος, «… η λέξη γίνεται υπερβολικά οικεία και δεν μας μαγεύει». Η ανάγκη της μη οικειότητας ανάμεσα στον αναγνώστη και στη «λέξη» του ποιήματος ως προϋπόθεσης για μια ποίηση που μαγεύει, είναι το πιο ρητώς εκπεφρασμένο αισθητικό κριτήριο για την αξιολόγηση της ποίησης του Κατσαρού που θα συναντήσει ο αναγνώστης σε όσα από τα κείμενα του αφιερώματος αναφέρονται στο έργο του αξιολογικά.

Ας αφήσουμε τα κείμενα που μόνο παρεμπιπτόντως ασχολούνται με την αξιολόγηση των στίχων του εκκεντρικού και αντικομφορμιστή ανθρώπου με το τόσο συζητημένο παλτό (συμπαθής ή όχι, όταν μιλάμε για κριτική της ποίησης προσωπικά μου είναι αδιάφορο – αδιάφορες μου είναι και οι μεταφρασμένες σε «περίφημος ποιητής» τύψεις όσων θα μπορούσαν να τον έχουν συναναστραφεί και δεν το έκαναν ενώ ήταν ακόμη ανάμεσά τους). Ας περάσουμε στα τρία κείμενα που γράφτηκαν για να αξιολογήσουν ποίηση, και γράφτηκαν για να διαβαστούν από αναγνώστες ποίησης και κριτικής της ποίησης, άρα  –υποθέτω– με κάποιον σεβασμό στη νοημοσύνη τους. Πρόκειται για τα κείμενα των Δημήτρη Κοσμόπουλου, Νίκου Λαγκαδινού και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

«Being there». Είναι φανερό ότι και οι τρεις αντιμετωπίζουν τον Μιχάλη Κατσαρό σαν να τον έλεγαν Chauncey Gardiner, σαν κάποιον που απλώς και μόνο «είναι εκεί», μια παρουσία ουδέτερη και ευεπίφορη στον κατοπτρισμό κάθε είδους προβολών. Του Κοσμόπουλου η προβολή θρησκευτική (ούτε καν ευρύτερα θεολογική), του Λαγκαδινού αριστερίστικα αντιδραστική, η προβολή του Χατζηβασιλείου άτσαλα, εύκολα και βιασμένα διαχρονική. Στη θέση μιας ήρεμης και ψύχραιμης ανίχνευσης της ποιητικής αξίας του Κατσαρού διαβάζουμε πολυχρησιμοποιημένες και μεγαλόστομες δηλώσεις, οι οποίες συχνά μοιάζουν σαν να θέλουν, με το κουραστικά δογματικό τους εκτόπισμα, να καλύψουν τη σιωπή των συγγραφέων τους για το έργο του Κατσαρού μετά το ’75 – παρεμπιπτόντως, και στα τρία κείμενα διακρίνεται μια πολύ πρόχειρη, από την άποψη ενός κριτικού, «σύμπτυξη» της δεκαετίας του ’50 (πρώτη εμφάνιση του Κατά Σαδδουκαίων) με τη δεκαετία του ’70 (όταν και επανεκδόθηκε η συγκεκριμένη συλλογή).

Έτσι, τα ποιήματα «Η διαθήκη μου» και «Κατά Σαδδουκαίων» κρίνονται από τον Δ. Κοσμόπουλο «κορυφαία», όμως η υποστήριξη αυτής της «κορυφαίας» απόφανσης χάνεται κάπου ανάμεσα στην –αθεμελίωτη από τον συγγραφέα– μετατροπή της «περιττής μεγαλορρημοσύνης» σε «υψηγορία άλλης τάξεως» ή στην «ποιητική γονιμοποίηση» του «μαρτυρίου» της γενιάς του ποιητή μέσα από τη «συνομιλία» του «με την εσχατολογία της χριστιανικής παράδοσης» και γενικότερα μέσα από τη γνώση«των Γραφών και της Βιβλικής παράδοσης». Έχει ενδιαφέρον, παρεμπιπτόντως, να αναρωτηθούμε αν κριτικοί και ποιητές της εποχής του Κατσαρού θα δέχονταν την τόσο εύκολη μετάφραση της «μεγαλορρημοσύνης» σε «υψηγορία άλλης τάξεως» για να δικαιώσουν το ποίημα – γράφοντας το 1961, παραδείγματος χάρη, για τον Νίκο Παππά, ο Νικηφόρος Βρεττάκος σημείωνε: «Συμβαίνει στις δύσκολες εποχές, να γελιέται κανείς και να νομίζει πως μπορεί να γίνει και ο ρήτορας και ο κήρυκας και ο ποιητής ταυτοχρόνως …». Ούτως ή άλλως, όμως, και τα υπόλοιπα που αναφέρει ο Δ. Κοσμόπουλος οπωσδήποτε δεν είναι κριτήρια για το εάν ένα ποίημα είναι σημαντικό ή όχι, καθώς μπορούν εξίσου καλά να εφαρμοστούν στην κρίση μας για τις διαλέξεις ενός δασκάλου ή ενός φιλοσόφου ή κι ενός λαϊκού λογίου – και επιπλέον δεν είναι καθόλου σίγουρο πως αφορούν τον Μιχάλη Κατσαρό κι όχι τον Chauncey Gardiner. Η γενιά του Κατσαρού δεν είναι η γενιά του ’70 – είναι η γενιά του ’40 και του ’50. Κατόρθωσε καταρχήν ο ποιητής να «μετουσιώσει ποιητικά» (είτε μέσα από τις Γραφές είτε μέσα από την ιδεολογία του είτε μέσα από οτιδήποτε άλλο) το «μαρτύριο» της γενιάς του ’40 και του ‘50; Η απόλυτη κατάφαση του Δ. Κοσμόπουλου θα χρειαζόταν κάποια εξήγηση, γιατί τέτοιες όμορφες φράσεις, απλώς ριγμένες μες στα κείμενα, μοιάζουν να αγνοούν επιδεικτικά και επηρμένα οτιδήποτε έχει γραφεί μέχρι τώρα, μοιάζουν σαν να ξεκινούν απ’ το μηδέν. Για παράδειγμα, μια σημαντική και πολυσυζητημένη κριτική άποψη που διατυπώθηκε το 1963 για τη μεταπολεμική ποίηση περιέγραψε την «ποιητική μετουσίωση» του μαρτυρίου εκείνης της γενιάς ως «προϊόν συνειδησιακής κρίσης», και εντόπιζε την ποιητικότητα αυτής της μετουσίωσης «στη γενεσιουργό ψυχική ταραχή, στο παίδεμα μιας συνείδησης που βρίσκεται σε κρίση». Το Κατά Σαδδουκαίων, ωστόσο, είναι ένα ορμητικό μανιφέστο μιας βέβαιης για την αλήθεια της συνείδησης, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για την ποιητικότητά του. Δεν έχω σκοπό εδώ να κρίνω την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού· η παραπάνω αναφορά μου στα δύο κείμενα του Βύρωνα Λεοντάρη («Η ποίηση της ήττας» και, αμέσως μετά, την απάντηση του Λεοντάρη στην κριτική του Τάσου Βουρνά) γίνεται για να καταδειχθεί η ευκολία με την οποία γράφονται σήμερα «κριτικά» κείμενα.

Η ευκολία, όμως, παίρνει στο κείμενο του Δ. Κοσμόπουλου κι άλλη μορφή – τη μορφή των αβασάνιστων νοηματικών εξισώσεων: O Μιχάλης Κατσαρός σίγουρα εκφράζει την πίστη σε ένα όραμα – «πίστη σε ένα όραμα», όμως, δεν σημαίνει αυτομάτως «εσχατολογία της χριστιανικής παράδοσης». Το λιγότερο που μπορούμε να σημειώσουμε εδώ είναι η πολύ συχνή εργαλειακή χρήση των Γραφών εκ μέρους των ποιητών εξαιτίας της φιλοσοφικής και αισθητικής δύναμης των κειμένων, και όχι εξαιτίας κάποιας υιοθέτησης του χριστιανικού κανόνα της πίστης – κι αυτό σε ένα κείμενο κριτικής δεν θα έπρεπε να παραγνωρίζεται, ανεξάρτητα από τις προσωπικές θρησκευτικές τοποθετήσεις του συγγραφέα. Το μόνο κοινό που παρουσιάζουν τα δύο συστήματα σκέψης, της συλλογής Κατά Σαδδουκαίων και της χριστιανικής γραμματολογίας, είναι η τελεολογική θεώρηση του χρόνου ως γραμμικού – αλλά ως εκεί. Σίγουρα ο Κατσαρός, όταν γράφει «μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου / για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση μαζεύω», δεν συνομιλεί με καμία χριστιανική προοπτική «ανάστασης νεκρών», πίστη στην οποία αφιερώνει σημαντικό μέρος του κειμένου του ο Δ. Κοσμόπουλος όταν γνωστοποιεί  στους αναγνώστες του ποιοι ήταν κατά τη βιβλική παράδοση οι Σαδδουκαίοι: «αρνούνταν με λύσσα την πίστη στην εκ νεκρών ανάσταση». Δεν βλέπω σε τι βοηθάει αυτό να καταλάβουμε τη γλώσσα του Κατσαρού. Αντιθέτως, σίγουρα βοηθάει τον Chancey Gardiner –τον Μιχάλη Κατσαρό θρησκευτικά μεταφρασμένο– να απολαύσει κάτι από αποδοχή στους κόλπους ενός αναγνωστικού κοινού που σχετίζεται με την «εσχατολογία της χριστιανικής παράδοσης». Απλώς, ο ποιητής θα πρέπει πρώτα να βγάλει το «γραφικό» παλτό του και να φορέσει το ράσο που του τείνει ο Δ. Κοσμόπουλος.

katsaros

Το κείμενο του Νίκου Λαγκαδινού είναι ακόμη ένα από τα κείμενα του αφιερώματος που έχουν ξεκάθαρα αξιολογικό περιεχόμενο. Ο αναγνώστης θα συναντήσει σε αυτό αποφάνσεις όπως: «ήταν ποιητής από την κορφή μέχρι τα νύχια», «ψυχή τε και σώματι ήταν ποιητής», «…οι θαυμαστές του Κατσαρού … παθιάζονταν από τη δύναμη της ποίησής του» κ.ά. Για άλλη μια φορά, κάποιος που συνειδητά επιλέγει να αφιερώσει χρόνο στην ανάγνωση σχεδόν έξι σελίδων παρουσίασης και αξιολόγησης ενός ποιητή, και μάλιστα ενός ποιητή «από την κορφή μέχρι τα νύχια» (θα μπορούσε να είναι από την κορφή ως τη μέση ή ως τα γόνατα, ας πούμε;), δεν μπορεί να αρκεστεί σε συνθήματα. Θέλει να μάθει γιατί αυτός ο συγκεκριμένος ποιητής είναι τόσο… «πλήρης» ποιήσεως. Δυστυχώς από το κείμενο του Νίκου Λαγκαδινού δεν θα το μάθει. Αν και ο συγγραφέας παραθέτει τρία αποσπάσματα από το έργο του Κατσαρού, σε μία μάλιστα περίπτωση ολόκληρο ποίημα, σε κανένα σημείο δεν συνδέει αυτούς τους στίχους με την ποιητική τους αξία. Αντίθετα, σταθερά εμμένει στον αντικομφορμισμό τους, στην επαναστατικότητά τους, στην αμεσότητα μιας έκφρασης «δίχως φόβο» για την εξουσία, λες και όλα αυτά συνιστούν ποιητικά κριτήρια. Μπορώ να σκεφτώ πολλούς ανθρώπους πολλών ιδιοτήτων που είναι αντικομφορμιστές, επαναστατικοί, και τα βάζουν με κάθε είδους εξουσία με τις πράξεις ή με τα λόγια τους χρησιμοποιώντας αυθόρμητα κι αβίαστα αυτή τη «δίχως φόβο έκφραση», κατά Λαγκαδινό – αλλά δεν είναι ποιητές. Μπορώ να σας δώσω και ονόματα, αν θέλετε. Τον έναν που έτσι πρόχειρα μου έρχεται στον νου τον λένε –ή μάλλον, τον έλεγαν– Νίκο Τρούγκα, ήταν φτωχός, αντάρτης με το ΕΑΜ στην Αντίσταση, και από το ’45 ως το ’69 εργάτης σε επαρχιακό κυλινδρόμυλο. Το όνομά του έχει γίνει κάτι σαν τοπικός μύθος στη μικρή κοινωνία της Αλιάρτου, και τον θυμούνται ακόμη και σήμερα. Αν βρεθείτε ποτέ εκεί ρωτήστε γι’ αυτόν, θ’ ακούσετε πολλές ιστορίες για τον αντικομφορμισμό του και γι’ αυτά που έλεγε (όπως και για τη μακριά, φθαρμένη καμπαρντίνα που φορούσε πάντα), αλλά μη ζητήσετε να διαβάσετε τα ποιήματά του – δεν ήταν ποιητής, εργάτης ήταν, δεν δούλευε με τις λέξεις, με τη λέξη, δούλευε με τα στάχυα και το αλεύρι.

Το σημείο όμως που ενοχλεί ιδιαίτερα στο κείμενο του Λαγκαδινού, δεν είναι διατυπωμένο με φθόγγους, με λέξεις. Είναι σημειωμένο με ένα τρις επαναλαμβανόμενο σημείο στίξης: «!!!». Έκφραση απορίας, ειρωνείας, δυσφορίας, ένα «μα αν είναι δυνατόν!» που επιφυλάσσει ο Λαγκαδινός σε μια άποψη διαφορετική από τη δική του, κατά την οποία ο Κατσαρός, αντί να είναι «ποιητής από την κορφή μέχρι τα νύχια», είναι ποιητής «του ενός ποιήματος» – συγκεκριμένα του ποιήματος «Η διαθήκη μου». Η διαφορετική αυτή άποψη ανήκει στον Δημοσθένη Κούρτοβικ (και άρα σε αυτόν απευθύνονται και τα τρία θαυμαστικά), ο οποίος, όπως παραθέτει ο Λαγκαδινός, έχει γράψει πως «Ό,τι άλλο έγραψε [ενν. ο Κατσαρός], ιδίως μετά το 1956, φέρνει σε αμηχανία τους θαυμαστές του!!!». Κι όμως, στο ίδιο αφιέρωμα, τόσο ο Λευτέρης Ξανθόπουλος όσο και ο Άγγελος Καλογερόπουλος, οι οποίοι επίσης θεωρούν τον Κατσαρό ποιητή ως τον θάνατό του, σημειώνουν: «Τι απομένει από τον παλιό Κατσαρό της πρώτης περιόδου; Στην εικοσαετία σιωπής που μεσολάβησε (…) κάνει απότομα στροφή, κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του, κλειδώνει πόρτες και παράθυρα και καταστρέφει τα κλειδιά. (…) η ποιητική του ιδιοφυΐα εξακολουθεί να λειτουργεί και να δημιουργεί απρόσμενες αναλαμπές» – Λευτέρης Ξανθόπουλος. Και ο Άγγελος Καλογερόπουλος: «Την εποχή εκείνη διάβασα και τις μπροσούρες του (…), όπως επίσης και το Χρονικόν Μορέως… αλλά άρχισα να νιώθω άβολα, γιατί δεν έβρισκα να υπάρχει ένας κοινός τόπος που θα μπορούσε να μου τον φωτίσει. (…) Υπάρχουν πολλές σελίδες από τα γραπτά του Μιχάλη Κατσαρού, που δε σου αφήνουν τίποτ’ άλλο παρά την αμηχανία». Και οι δύο συγγραφείς εστιάζουν στις ποιητικές «αναλαμπές», κάποτε «εξόχως ποιητικές» στο μεταγενέστερο έργο του Κατσαρού – δέχονται όμως την «αμηχανία» των μεταγενέστερων χρόνων, δεν θεοποιούν κανέναν και δεν αντιμετωπίζουν με εύκολη ειρωνεία μια διαφορετική ματιά. Διαβάζουν ήπια, ειλικρινά, κριτικά,  προσεγγίζοντας τον ποιητή «με αγάπη», όπως ζητάει ο Ξανθόπουλος από τους αναγνώστες, κι όχι με τον φανατισμό ενός οπαδού. Ίσως γι’ αυτό, εκείνοι να μπορούν να μιλήσουν για τη μαγεία της λέξης, ή για μια απροσδιόριστη –προφανώς αισθητική– απόλαυση ήχων και εικόνων, την οποία αργότερα ξαναβρίσκουν σε στιγμές, μόνο, του ποιητή.

Είναι και ο Νίκος Λαγκαδινός ένας από τους πολλούς ανθρώπους που συνάντησαν έναν «Chance, the gardener» και τον μετέτρεψαν στα κριτικά τους κείμενα σε «Chancey Gardiner», προβάλλοντας πάνω του δικούς τους πόθους, ανάγκες, εμμονές; Προφανώς. Ο Μιχάλης Κατσαρός δήλωνε πάντα και παντού ότι ήταν ποιητής. Ο Νίκος Λαγκαδινός πουθενά στο κείμενό του δεν σκύβει πάνω στην ποιητικότητα του έργου του. Κι όχι μόνο αυτό. Δυστυχώς και για τον αναγνώστη και για τον Κατσαρό, ο Λαγκαδινός όχι απλώς δεν σκύβει πάνω από τον ποιητή αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, βαριέται να του αφιερώσει έστω λίγο από τον χρόνο του για να μιλήσει γι’ αυτόν. Γιατί, αν και πουθενά δεν το πληροφορείται ο αναγνώστης, όταν στα πλαίσια της συνομιλίας του με το κείμενο ερευνήσει λίγο τα λεγόμενα του Λαγκαδινού, θα ανακαλύψει ότι έχει μόλις διαβάσει μια ελαφρώς μεταποιημένη ομιλία του 2010 – αλλά ούτε το 2010 ήταν πρόθυμος ο Λαγκαδινός να αφιερώσει στο αντικείμενο του άπειρου θαυμασμού του αρκετό από τον χρόνο του: μεγάλο μέρος των όσων είπε για τον Κατσαρό εκείνο το βράδυ του 2010 στο Zoom στην Πλάκα δεν ήταν παρά αναμάσημα του προλόγου του από μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Κατσαρό το 1982 στην Εξόρμηση. Τόσο «έμπρακτα» υποστηρίζει ο Λαγκαδινός τον Μιχάλη Κατσαρό, τόσο θερμά ασχολείται με το έργο του ποιητή για τον οποίο δεν ανέχεται καμία αμφισβήτηση. Κι επειδή ο σεβασμός του για το έργο του Κατσαρού μάλλον δεν είναι περισσότερος από τον χρόνο που του αφιερώνει, σαν τον Δ. Κοσμόπουλο αλλά από άλλη κατεύθυνση πλησιάζει κι ο Λαγκαδινός τον ποιητή, και ευγενικά τον βοηθάει να βγάλει –και πάλι– το παλτό του για να φορέσει, αυτή τη φορά, ένα «επαναστατικό», φθαρμένο τζάκετ της δεκαετίας του ’70.

Τρίτο «κριτικό» κείμενο, τρίτη συνάντηση του κυρίου «Chance, the gardener» με κάποιον που θέλει να του αλλάξει όνομα και να τον χρησιμοποιήσει ως κάτοπτρο: το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.             Και εδώ, δεν έχουμε παρά άλλο ένα δείγμα αντικατάστασης του κριτικού περί ποίησης λόγου με αθεμελίωτες αποφάνσεις που ο αναγνώστης απλώς πρέπει να δεχτεί ως έγκυρες: «δραστικός κατακερματισμός του λόγου», «υφολογική διπλοτυπία», «διακηρυκτικός και εξαγγελτικός λόγος» που όμως διασώζεται από τον συγγραφέα γιατί «έτσι συμβαίνει με τα μανιφέστα, πολλώ δε μάλλον όταν επιζητούν και κατορθώνουν να λειτουργήσουν ποιητικά». Για άλλη μια φορά, η «φωνή της μοναχικής αξιοπρέπειας» και η «ηθική της αμφισβήτησης ή και της άρνησης οιασδήποτε εξουσίας» επιστρατεύονται για να υποστηρίξουν όχι μια ηθική κρίση για έναν άνθρωπο αλλά μια αξιολογική κρίση για μια συγκεκριμένη ποίηση. Και όταν ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου αποφασίζει να μιλήσει με ποιητικά κριτήρια για την ποίηση, γράφοντας ότι «Ασφαλώς, το Κατά Σαδδουκαίων δεν θα έφτανε ως εμάς χωρίς την ιδιαίτερη γλώσσα και εικονοποιία του», πουθενά δεν δίνει ένα παράδειγμα αυτής της ιδιαίτερης γλώσσας ή, έστω –πιο εύκολο–, της ιδιαίτερης εικονοποιίας. Ομοίως πρέπει να δεχτούμε ότι ο κατακερματισμός του λόγου στην ποίηση του Κατσαρού είναι «δραστικός», ακόμα κι αν κάποιος έχει τη γνώμη ότι ο Κατσαρός σε αρκετά σημεία της συλλογής έκανε ένα λάθος  σύνηθες για τους νέους ποιητές της εποχής του, το οποίο ήδη από τότε επισημαίνει ο κριτικός Βάσος Βαρίκας – το λάθος να θεωρεί κανείς ότι «ελεύθερος στίχος σημαίνει να χωρίζουμε αυθαίρετα τη φράση σε κομμάτια και να τα τοποθετούμε σε διαφορετικές σειρές» (14/8/1957, Το Βήμα).

Όλες τις κριτικές αξιολογήσεις που διατυπώνονται στο κείμενο του Β. Χατζηβασιλείου πρέπει απλώς να τις δεχτούμε, χωρίς παραπάνω απαιτήσεις από ένα κείμενο κριτικής, μόνο και μόνο επειδή έτσι ειπώθηκαν – ή μήπως λαμβάνεται ως δεδομένο ότι όλοι «ξέρουμε για ποιο ιερό μέγεθος μιλάμε, ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες»; Αν αυτό υπονοεί ο συγγραφέας, τότε απλώς δεν γράφει για τους αναγνώστες του περιοδικού – γράφει για μια «παρέα» (μήπως κατά τύχη –πάλι– της «επαναστατημένης» γενιάς του ’70;), στην οποία όλοι συμφωνούν και «ξέρουν για ποιο ιερό μέγεθος» μιλάνε. Υπάρχουν όμως και αναγνώστες που ούτε συμφωνούν ούτε ξέρουν ούτε ανήκουν στην παρέα. Συνομιλούν κριτικά με κείμενα, αυτή είναι η παρέα τους.

Το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, όμως, προκαλεί και με άλλον τρόπο τη νοημοσύνη του αναγνώστη του. Αναφέροντας αυτή την περίφημη «υφολογική διπλοτυπία», την αναγνωρίζει ως διαβατήριο για τον Κατσαρό, μια ιδιότητα που «θα του εξασφαλίσει τα καλύτερα διαπιστευτήρια για μίαν εποχή σαν τη δική μας. Μια εποχή που επιστρέφει εκούσα άκουσα και με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο συλλογικό, αναζητώντας με ολοένα και μεγαλύτερο άγχος τους δρόμους μέσω των οποίων θα συναντηθεί μαζί του». Η εποχή μας επιστρέφει, με ιλιγγιώδη μάλιστα ταχύτητα, στο συλλογικό; Και γι’ αυτό αναζητά «με άγχος» (με άγχος, «ολοένα και μεγαλύτερο», μάλιστα) τους δρόμους που θα την οδηγήσουν στην ποίηση του Κατσαρού; Κι αυτή είναι, κατά τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, η διαχρονικότητα του Κατσαρού; Τότε ποια είναι ακριβώς η «εποχή μας», αυτή η εποχή που τόσο καλά συντονίζεται με την ποίηση του Κατσαρού ώστε να «αποδεικνύει» τη διαχρονικότητά του; Ακόμα και οι Αγανακτισμένοι έχουν πάει στα σπίτια τους. Και, δυστυχώς, το μόνο που είναι πράγματι συλλογικό στην εποχή μας είναι ο μη εκπεφρασμένος θυμός, η κατάθλιψη και τα μέχρι αυτοκτονίας ατομικά αδιέξοδα. Αλλά φυσικά και εξηγούνται αυτές οι εντυπωσιακές περιγραφές της «εποχής μας» από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου: έχει μόλις συναντήσει τον δικό του κύριο Chance. Μόνο που, αυτή τη φορά, ο άνθρωπος που αφαιρεί το παλτό από τον Μιχάλη Κατσαρό δεν έχει ο ίδιος κάποιο ρούχο να του προσφέρει – και δανείζεται, γι’ αυτό, το τζάκετ του Νίκου Λαγκαδινού.

*

Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν είναι μεγάλος ποιητής. Η δύναμη των στίχων του, και κυρίως των στίχων του Κατά Σαδδουκαίων, ταλαντεύεται ανάμεσα στην ποιητική μετάπλαση του ιστορικού τους παρόντος και στην κοινωνική επιρροή των μηνυμάτων τους – δεν είναι έτσι αβίαστα «ποιητικά κορυφαίοι». Ωστόσο, φαίνεται ότι ο ποιητής στ’ αλήθεια εξέφρασε μια μερίδα της γενιάς του, όπως και μια μερίδα της νεολαίας (και όχι συνολικά της νεολαίας, πόσο μάλλον της κοινωνίας) του ’70. Και όποιος λιγάκι ψάξει το έργο του και τη ζωή του θα διακρίνει οπωσδήποτε αντικομφορμισμό και εναντίωση σε «οιασδήποτε μορφής εξουσία» – εξηγώντας, έτσι, και το κοινωνιολογικό φαινόμενο που συνιστά η όποια επιρροή του κυρίως απ’ το ’72 και μετά. Αλλά αυτά δεν είναι ποιητικά κριτήρια.

Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν έχει άλλο όνομα στην ιστορία της ελληνικής ποίησης – Μιχάλης Κατσαρός λέγεται, κι έτσι έχει τοποθετηθεί στη θέση που έχει έως τώρα τοποθετηθεί ως ποιητής. Συνεπώς, η κοινή λογική λέει ότι τα κείμενα που αξιολογούν την ποίησή του οφείλουν να υποστηρίζουν τις θέσεις τους με ποιητικά κριτήρια. Και από αυτά δεν μπορεί να απουσιάζει η διερεύνηση της αισθητικής αξίας των στίχων του (αυτού του «απροσδιόριστου κάτι», όπως σημειώνει ο Άγγελος Καλογερόπουλος, που υπάρχει «στους ήχους των λέξεων ή στις εικόνες»), δεν μπορεί να απουσιάζει η διερεύνηση των τρόπων του να μεταπλάθει ποιητικά την πραγματικότητα ή του ποιητικού του ιδιολέκτου· δεν μπορεί, επίσης, να απουσιάζει η τοποθέτησή του όχι μόνο στο κοινωνικό του παρόν αλλά, φυσικά, και σε αυτή την υπαρκτή γραμμή που είναι η γραμμή της σχετικά αυτόνομης ιστορίας της τέχνης –της ποίησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση–, ώστε ο κριτικός να πληροφορήσει και τους αναγνώστες που δεν δεσμεύονται πλέον από καμία ιεροποίηση τεράτων του ’50 ή του ’70 (κυρίως του ’70, στην περίπτωσή μας) για το καινούριο που κόμισε στην ποίηση ο Κατσαρός. Και να ενθαρρυνθεί έτσι μια κριτική συζήτηση αντί να ανταλλάσσονται συνθήματα και δογματισμοί που, δεν μπορεί, είναι πράγματα τόσο χιλιοειπωμένα που θα κουράζουν και τους ίδιους τους συγγραφείς τους.

Και κάτι τελευταίο, που δεν έχει να κάνει με την παρουσία ή όχι ποιητικών κριτηρίων σε κείμενα που θέλουν να αξιολογούν ποίηση: όχι κατά τη γνώμη μου αλλά εκ των πραγμάτων, η ποίηση του Κατσαρού δεν επιτυγχάνει καμία «ουσιαστική σύνδεση μεταξύ της οντολογικής εκκρεμότητας του ανθρώπου και των κοινωνικών του οραμάτων» (Δ. Κοσμόπουλος). Εάν οι παππούδες και οι πατεράδες μας περιλαμβάνονται στη γενική έννοια «άνθρωπος» όταν δεν είναι αντικομφορμιστές, ας δώσουμε εδώ την ιστορικά και κοινωνιολογικά χρήσιμη πληροφορία ότι τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 είχαν ως «κοινωνικό όραμα» να βγουν από τη φτώχεια, να καλύψουν τις ζωτικές τους ανάγκες και να απολαύσουν υλικά αγαθά, αυτοί και τα παιδιά τους. Στίχοι όπως «Αντισταθείτε / σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ» όχι μόνο δεν θα γεφύρωναν την όποια «οντολογική» τους «εκκρεμότητα» με το όραμά τους, αλλά εάν τους διάβαζαν θα τους εκλάμβαναν μάλλον ως προσωπική απόρριψη και προσβολή, και συνεπώς θα τους έθλιβαν. Εάν απαντήσει κάποιος ότι, όσοι κι αν ήταν αυτοί οι κομφορμιστές «εαυτούληδες» των δεκαετιών ’50-’70, ο Κατσαρός δεν έγραφε γι’ αυτούς, τότε ναι, μπορούμε να αρχίσουμε να συζητάμε το τι εκφράζει ο Κατσαρός. Πάντως μάλλον όχι και τόσο καθολικά  την εποχή του.

*

Η ταινία Being there κλείνει με την ψιθυριστή, κρυφή συνομιλία κάποιων  κουστουμαρισμένων, υψηλόβαθμων εκφραστών των μεγάλων αμερικανικών συμφερόντων σχετικά με την προώθηση του «Chauncey Gardiner» στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ. Αλλά είναι ακριβώς τότε, κατά τη διάρκεια μιας επικήδειας τελετής την οποία όλοι παρακολουθούν, που ο Chance απομακρύνεται χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Περιπλανιέται μόνος του στον αχανή κήπο της έπαυλης όπου φιλοξενείται, ώσπου βρίσκει μια λίμνη. Γοητεύεται. Δοκιμάζει με την ομπρέλα του το βάθος της δίπλα στην όχθη, κι έπειτα μας γυρνάει την πλάτη, στρέφεται προς το κέντρο της λίμνης κι αρχίζει να περπατά μες στο νερό – που, κατά πάσα πιθανότητα, λίγα μέτρα πιο μακριά από την όχθη δεν έχει το ίδιο βάθος.

Κάποτε, με παρόμοιο τρόπο, θα έπρεπε απλώς να εξαφανιστούν από τα κείμενα «κριτικής» της ποίησης και οι μυθιστορηματικές περσόνες. Η πολιτεία και το προσωπικό ήθος κάθε δημιουργού που έχει εγγραφεί στην ιστορία της ποίησής μας δεν παρουσιάζει παρά σχετικό μόνο ενδιαφέρον για την κατανόηση των νοημάτων του ποιήματος, και σίγουρα κανένα ενδιαφέρον για την αξιολόγηση του ποιήματος. Όμως, επειδή χρόνια τώρα η κριτική δεν είναι κριτική (χιλιοειπωμένο κι αυτό), φαίνεται πως ο μηχανισμός της κατασκευής μοναδικών, εκκεντρικών ή «καταραμένων» χαρακτήρων έρχεται να καλύψει την πνευματική οκνηρία των κριτικών και τις αοριστολογικές, στερεοτυπικές, αθεμελίωτες και φθαρμένες πια αποφάνσεις τους, που με τόση ευκολία μεταφέρουν αδιαφοροποίητα από γραπτό σε γραπτό («ιδιαίτερη γλώσσα», «ιδιαίτερη εικονοποιία», «κορυφαίο», κι ένα σωρό άλλα). Κάποτε η περσόνα αυτή λέγεται Κατερίνα Γώγου και κρίνουμε την ποίησή της συγκλονισμένοι από την αυτοκτονία της – ανάμεσα σε άλλα· κάποτε λέγεται Νίκος Καρούζος και τότε «ιερό κριτήριο» γίνεται η εγκατάλειψή του από το κράτος, ο «αναρχοκομμουνισμός» του και η οικονομική του ανέχεια – ανάμεσα σε άλλα. Και, φυσικά, στην περίπτωση του Κατσαρού, αντικομφορμισμός, αντικομφορμισμός, αντικομφορμισμός. Ναι σε όλα αυτά, όταν τα κείμενα είναι κείμενα μνήμης ή οτιδήποτε πέρα από κείμενα κριτικής της ποίησης. Γιατί όντως «στο μυαλό είναι ο στόχος», κι όλες αυτές οι κενολογίες από άποψη κριτικής, καλυμμένες κάτω από την επίφαση μιας πρωτοφανούς αποκάλυψης, κινδυνεύουν τις τελευταίες τρεις σχεδόν δεκαετίες να μετατρέψουν το μυαλό των αναγνωστών σε χυλό τύπου «anything goes».

 

α΄ δημοσίευση:  Επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «ποιείν», www.poiein.gr, 22 Μαΐου 2014

Follow by Email
LINKEDIN
Share