Ανοίγοντας προσεχτικά μια βίβλο ακούστηκαν φωνές
απ’ τη συναγωγή
Και γέμισε ο ορίζοντας αβέβαια μες στους καπνούς ρητινοφόρα
Και φύσηξε στο κέρας του ο κυνηγός κι έτρεξαν τα σκυλιά
στο δάσος
Κι οι στάχτες που τινάχτηκαν στις μαύρες σελίδες, τα λυγισμένα
γόνατα, τα πρόσωπα μες στις παλάμες
Το φτυάρι που καρφώθηκε στο χώμα
Καρφώθηκε στον ορίζοντα
Νοέμβρης 11 του ’38
Times, Νέα Υόρκη
Μέχρι που ο Γκαίμπελς έδωσε
Διαταγή να ξαναρχίσουν
Κι έκαναν πάλι την εμφάνιση τους οι πράκτορες με τις
καμπαρντίνες και τα ξυρισμένα κεφάλια
Στη μεγάλη σάλα του χορού, στο φόρουμ, στη βιβλιοθήκη,
στην έπαρση της σημαίας
Στη Σταύρωση του Σώματος και στην Αποκαθήλωση,
Στα θέατρα, στα σταυροδρόμια με τα φωτισμένα κτίρια,
στα δείπνα
Πίσω από τις εικόνες, τις υποκλίσεις, τα χειροφιλήματα,
τα ωραία βιβλία
Πρόσωπα διφορούμενα και ύποπτα θέλουν ξανά να τον
στριμώξουν.
Κουβέντες σαν ανατρεπόμενα φορτηγά αποκαλύπτουν το
φορτίο τους.
Σκιρτά από μοίρα κι ευλαβείται μέσα στην παγίδα
Τους εξηγεί πως η Κρονστάνδη δεν υπήρξε, ότι την
έφτιαξε μες στο μυαλό του
Κείνο το ρόδο όπου θήτευσε στο κρέας κι ύστερα στοιχισμένο
στη γραμμή
Άφησε ένα σημάδι στο μαντρότοιχο πριν σουρουπώσει
Γιατί αυτά που διηγούμαι συνέβησαν αργότερα
Κι είχαμε κάνει στο μέλλον κάνα δυο υπερβατικές συναντήσεις
και γνώριζα
Τις λέξεις που έψαχναν μια θέση στον κόσμο αναστατώνοντας
τα νοήματα
Τα ράιχ πίσω από τα δάκρυα που τον τρομάξαν
Όταν οι πράκτορες ξεδίπλωσαν τα Κάντος, ξεδίπλωσαν τη
σβάστικα
Και πάγωσε το παγκόσμιο σιδηροδρομικό δίκτυο
Κι απέστρεψαν το βλέμμα τους εκείνοι που δεν εννόησαν
εκ των άρτων
Επειδή η καρδία αυτών ήτο πεπωρωμένη
Και φάνηκαν πίσω απ’ την ίδια πάντα χαιρέκακη ιχνηλάτηση
Οι αιχμές των δοράτων
Σε υπόγειες τράπεζες σύνεδροι τίναζαν τον καπνό των πούρων
τους
Με τον Πλούτο των Εθνών να μην μπορεί να αγοράσει τίποτα
Ακλόνητο το βλέμμα τους, μονάχα μέθοδος κι ακρίβεια
Κι ο υποκόπανος που έπεσε στα δάχτυλα με ορμή
Όταν τον στρίμωξαν στην είσοδο της πολυκατοικίας
Γενεές τρεις κατόπιν με τις ίδιες στολές, τις ίδιες προσωπίδες
Ψαχνό και αίμα πάνω στα λινά τραπεζομάντιλα
Μάτια σαν από γαλαζόπετρα τυλίγοντας
Χιλιάδες μέτρα συρματόπλεγμα
Και η φωνή του Δόκτορος, αβρή σαν πορσελάνη του Μάισεν,
σχεδόν αισθαντική, να αναγγέλλει από τα μεγάφωνα πως
Ήγγικεν η ώρα των νυστεριών
Σε μισοάδειες εκκλησίες με νεκρούς η μνήμη γονατίζει
Και τον θυμάται
Χρόνια μετά που έγειρε, μετανιωμένος άραγε, με τα χέρια
ανοιχτά σαν φτερούγες
Πάνω απ’ το φέρετρο του Στραβίνσκυ τραβώντας μες στο
θολωμένο του μυαλό ένα σκοπό του Αϊντάχο
Και το κουφάρι του ταύρου να κρέμεται σ’ ένα δοκάρι μπροστά
στην Πιατσάλε Λορέτο
Γιατί τον είπανε σταμνί της συμφοράς σαν να ’τανε μοιραίο
να βαδίσει
ανάμεσα σε μνήματα, χαμένες υποθέσεις, θάνατο
Και τον φυγάδευσαν από τα πίσω στενά σε τρωαδίτικα
μοιρολόγια.
Είχανε σβήσει πια οι γραμμές που τον κρατούσανε εκείθεν
dem lautet das Blut aus der Uhr,
ινατί υπνοίς, Κύριε
Έγραφε
Κι ήταν ο ήλιος ένα παλιό σταματημένο μεσαιωνικό ρολόι
που βούλιαζε στη θάλασσα
Οσμή του νάρδου, σμύρνα και θυμίαμα, λίγο πριν απ’ το τέλος,
Ρόδο στην πέτρα των χεριών του περίκλειστο,
Δίπλα στη στάχτη των τεκτόνων και των αρπιστών
Μελαίνα είμαι, του ψιθύρισε, σείρε με στο κατόπι σου κι ας
τρέξουμε
Στον κήπο με τις καρυδιές, στης Γαλαάδ τις ράχες
Κει θέλω δώσει την αγάπη μου εις σε
Τα μάτια κλείνοντας
Ώσπου ξανάρχισε η ανάκριση κι είπε
Ένα δεν πάει άλλο καθώς βαδίζεις στο χιόνι είναι η ποίηση
αλλ’ απ’ το χιόνι δεν σηκώνεσαι ποτέ κι ακόμη είπε, η ασπίδα
που παράτησε υπό το σεληνόφως
Πλάι στο βαρύτιμο ξύλο των εγχόρδων
Απ’ όπου αναδύονταν το άλλο πρόσωπο της ομορφιάς
Κι η κόρη που δεν έκανε
Κήπος κλειστός, του Εν-Γεδί αγριοστάφυλο
Πρόβαλε στο μισόφωτο.
Κραγιόνι και καραμπογιά στα ματοτσίνορα
Κι ο κρίκος ο χρυσός που κράταγε την άγκυρα.
Έλεγε πως τον χτύπησαν, τον έριξαν στο πάτωμα.
Το αίμα τους ημέρωσε. Δεν τον ξανάγγιξαν.
Της άρεσαν τα μάτια του νεκρού, τα μαλλιά που δεν
ανέμιζαν.
Έπειτα στάθηκε στην άκρη να περιμένει τον επίτροπο,
Όταν θα ξαναρθεί και πώς να βρει τον τάφο του
Απόλυτη του Ιουλίου άπνοια, Σάββατο στο σταθμό
λεωφορείων
Κι η μπάντα πάνω στη φρεσκοχυμένη άσφαλτο
Καθώς περνούσε από την πλατεία για τελευταία φορά
Με το παιδί να θηλάζει στο στήθος της
Χιλιάδες κρύσταλλα ματώσανε τα μάτια της
Μια λάμψη στα χαλκώματα της σκάλας που ανέβαινε
Κατάφωτη σ’ ολονύχτια θύελλα
Μέχρι τη μουχλιασμένη κάμαρα
Να χρεωθεί σε αδίσταχτους τοκογλύφους
Και σ’ όσα δεν ειπώθηκαν να ποντάρει
Φύλακας ενός μυστικού που ξεχάστηκε
Εκεί που βασιλεύουν οι καλές προθέσεις
κι αν το ανακαλέσει
Θα βρεθεί μ’ ένα κλειδί στο χέρι κι η πόρτα που στέκει
μπροστά της θ’ ανοίξει και θα την οδηγήσει
Στη σημαδεμένη σελίδα του βιβλίου που παράτησε
πριν από χρόνια
Αναρρωμένη από τον πυρετό θα ξυπνήσει στο διπλανό δωμάτιο
Θα τους ακούσει να μιλάνε σιγανά κι ακροπατώντας
θα πλησιάσει
Γιατί γυρίσαν επιτέλους στη ζωή
νέοι, ελαφριά ντυμένοι στην παλιά φωτογραφία
Προπάντων απτοί
Στην άδεια αίθουσα μετά από δείπνο μυστικό που ερήμωσε
Στα πάρκα, στα εργοστάσια, μπροστά από τα μαγαζιά με τις
θρυμματισμένες τζαμαρίες
Και είναι αποφασισμένοι να την πάρουνε μαζί τους.
Γιάννης Ρέντζος | α΄ δημοσίευση: περιοδικό Σημειώσεις, τεύχ. 74, Δεκέμβριος 2011