Elizabeth Bishop, Το ζιζάνιο

Μετάφραση: Αντωνία Γουναροπούλου

Όνειρο είδα ότι νεκρή, συλλογισμένη,
σε μνήμα ξάπλωνα, ή σε κρεβάτι,
(μια κάμαρα ήταν, πάντως, κρύα και στενή).
Στην κρύα καρδιά, η τελευταία της σκέψη
έμενε παγωμένη, κι είχε γίνει τεράστια και καθάρια,
καθώς εγώ ήμουν εκεί ασάλευτη και αδρανής˙
και παραμείναμε μαζί αμετάβλητες
για έναν χρόνο, ένα λεπτό, μια ώρα.
Ξάφνου, υπήρξε κάποια κίνηση,
που μέσα εκεί αιφνιδίασε σαν έκρηξη
όλες τις αισθήσεις. Ύστερα καταλάγιασε
σε σύρσιμο επίμονο, προσεκτικό
στο μέρος της καρδιάς,
και με σκούντηξε απ’ τον απεγνωσμένο ύπνο.
Σήκωσα το κεφάλι. Ένα λεπτό, νεαρό ζιζάνιο
είχε ανοίξει δρόμο μέσ’ απ’ την καρδιά και το
χλωρό κεφάλι του σάλευε πάνω στο στήθος.
(Αυτά όλα γίνονταν μες στο σκοτάδι.)
Ψήλωσε μια ίντσα σαν γρασίδι˙
ύστερα, βλάστησε από το πλάι του ένα φύλλο
ίδιο σημαία που κυματίζει κι αναδεύεται, κι έπειτα
κουνήθηκαν δυο φύλλα σαν σηματωρός.
Σκλήρυνε ο βλαστός. Οι νευρικές του ρίζες
απλώθηκαν στις δυο πλευρές˙ το κομψό κεφάλι
άλλαξε θέση – μυστήριο,
αφού ήλιος δεν υπήρχε, ούτε φεγγάρι
για να τραβήξει τη νεαρή του προσοχή.
Η ριζωμένη καρδιά πήρε ν’ αλλάζει
(όχι να χτυπά) κι έπειτα σκίστηκε στα δυο
κι απ’ αυτήν ξεχύθηκε κατακλυσμός νερών.
Δυο ποταμοί ξεπήδησαν απ’ τις πλευρές της,
αριστερά ο ένας, ο άλλος δεξιά,
δυο χείμαρροι ορμητικοί, ημιδιάφανοι,
(πάνω στα πλευρά γίνονταν καταρράκτες)
που δίχως παρεκκλίσεις, σαν γυαλί απαλοί,
ρίχνονταν στους λεπτούς, μαύρους κόκκους της γης.
Ακόμα λίγο και το ζιζάνιο θα παρασυρόταν˙
αντιστάθηκε με τα φύλλα,
τα σήκωνε στεφανωμένα βαριές σταγόνες.
Λίγες σταγόνες έπεσαν στο πρόσωπό μου
και μες στα μάτια, έτσι μπόρεσα να δω
(ή μάλλον, σ’ εκείνο τον μαύρο τόπο, νόμισα πως είδα)
πως κάθε σταγόνα περιείχε ένα φως,
μια μικρή, ολόφωτη σκηνή˙
ο ίδιος ο χείμαρρος που το ζιζάνιο είχε εκτρέψει
είχε φτιαχτεί από τρεχούμενες εικόνες.
(Σαν να ’πρεπε ένας ποταμός να μεταφέρει όλες
τις σκηνές που κάποτε καθρέφτισε
κλεισμένες μέσα στα νερά του, κι όχι να πλέουν
σ’ επιφάνειες στιγμιαίες.)
Το ζιζάνιο στάθηκε ορθό στη διαιρεμένη μου καρδιά.
«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησα.
Στάζοντας από παντού σήκωσε τότε το κεφάλι
(τις δικές μου έσταζε, άραγε, σκέψεις;)
κι αποκρίθηκε: «Μεγαλώνω», είπε,
«όμως για να σου σκίσω πάλι στα δύο την καρδιά».

Elizabeth Bishop, The weed

Ι dreamed that dead, and meditating,
I lay upon a grave, or bed,
(at least, some cold and close-built bower).
In the cold heart, its final thought
stood frozen, drawn immense and clear,
stiff and idle as I was there;
and we remained unchanged together
for a year, a minute, an hour.
Suddenly there was a motion,
as startling, there, to every sense
as an explosion. Then it dropped
to insistent, cautious creeping
in the region of the heart,
prodding me from desperate sleep.
I raised my head. A slight young weed
had pushed up through the heart and its
green head was nodding on the breast.
(All this was in the dark.)
It grew an inch like a blade of grass;
next, one leaf shot out of its side
a twisting, waving flag, and then
two leaves moved like a semaphore.
The stem grew thick. The nervous roots
reached to each side; the graceful head
changed its position mysteriously,
since there was neither sun nor moon
to catch its young attention.
The rooted heart began to change
(not beat) and then it split apart
and from it broke a flood of water.
Two rivers glanced off from the sides,
one to the right, one to the left,
two rushing, half-clear streams,
(the ribs made of them two cascades)
which assuredly, smooth as glass,
went off through the fine black grains of earth.
The weed was almost swept away;
it struggled with its leaves,
lifting them fringed with heavy drops.
A few drops fell upon my face
and in my eyes, so I could see
(or, in that black place, thought I saw)
that each drop contained a light,
a small, illuminated scene;
the weed-deflected stream was made
itself of racing images.
(As if a river should carry all
the scenes that it had once reflected
shut in its waters, and not floating
on momentary surfaces.)
The weed stood in the severed heart.
"What are you doing there?" I asked.
It lifted its head all dripping wet
(with my own thoughts?)
and answered then: "I grow," it said,
"but to divide your heart again."

 

Η μετάφραση έγινε για το αφιέρωμα στην Αμερικανίδα ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (1911-1979) που έκανε το «Με τα λόγια (γίνεται)» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση της Αθήνας, στις 17 Μαρτίου 2015, όπου και διαβάστηκε πρώτη φορά.

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ | α΄ δημοσίευση: περιοδικό The Books’ Journal, τεύχ. 65

Follow by Email
LINKEDIN
Share