Προφορική μαρτυρία: Γιώργος Ζυγογιάννης, πρακτικός μηχανικός
Γιώργος Ζυγογιάννης, πρακτικός μηχανικός στο εργοστάσιο του Ι. Μαράκη (Αλευροβιομηχανία Ε.Ε. Ι. Αμπατζόγλου – Ι. Μαράκης και Σία) από το 1947 μέχρι το 1982, μόνιμος κάτοικος Αλιάρτου. 19 Ιουλίου 2009, Αλίαρτος, στο σπίτι του.
Συναντήσαμε τον κ. Ζυγογιάννη στο σπίτι του μαζί με τη σύζυγό του κα Ιωάννα.
«Στο μύλο πήγα δώδεκα ετών, με στείλαν εκεί οι γονείς μου από τον Ζαγαρά. Τον Μαράκη τον ήξερε ο πατέρας μου, είχανε κάποια κουμπαριά. Εκεί μεγάλωσα εγώ, κι έγινα μάστορας. Είχα έναν καλό μάστορα όμως, το Μιχάλη το Χαρτάκη, αυτός με έμαθε. Κι ύστερα, έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Βιομηχανίας και πήρα και το δίπλωμα ως μηχανικός. Με ρώτησαν σε τι εργοστάσιο δουλεύω, τους είπα σε μύλο, κι άρχισαν να με ρωτάνε για τις μηχανές, για το σιτάρι – εγώ όλα τα ’ξερα, όλα τους τα είπα, αφού η δουλειά μου ήταν. Το δίπλωμα γράφει “Συντηρητής Β Κατηγορίας” και το ’χει υπογράψει ο Ζίγδης, ήταν τότε υπουργός Βιομηχανίας».
Τον ρωτήσαμε πώς άνοιξε ο μύλος.
«Στην αρχή δεν ήταν μόνο ο μύλος. Το ’47-’48 υπήρχε κι εκκοκκιστήριο, κι ήταν υπεύθυνος ο Αμπατζόγλου. Ο Ιορδάνης ήταν Τούρκος, μουσουλμάνος, αλλά είχε πάρει Ελληνίδα. Φέρανε πολλά λεφτά από τη Μικρασία όταν τους διώξανε, και φτιάξαν το εκκοκκιστήριο. Μετά, το ’41, με την οπισθοχώρηση, ήρθε εδώ κι ο Μαράκης, ομορφονιός κι αυτός, πέταξε τα στρατιωτικά και πήρε την κόρη τους, την Πιπίτσα».
Ζητήσαμε από τον κ. Ζυγογιάννη να μας περιγράψει ακριβώς τη δουλειά του στο εργοστάσιο.
«Τότε δεν υπήρχε ρεύμα, ο μύλος δούλευε με τις πετρελαιομηχανές – ντιζελομηχανές, δηλαδή, που κινούσαν το εργοστάσιο, και τον κυλινδρόμυλο και το εκκοκκιστήριο. Έδιναν κίνηση στις κυλινδρομηχανές που άλεθαν το σιτάρι. Ξέρετε πώς είναι αυτές; Σαν δύο ρολά, 1.20 μ., κι εσύ τις ρυθμίζεις ανάλογα με το πόσο χοντρό θες το στάρι».
Τον ρωτήσαμε από πού ήταν οι μηχανές αυτές.
«Γερμανικές» είπε αμέσως. «Λιν και Χόφμαν, θυμάμαι. Όταν χαλούσανε τις έφτιαχναν στην Αθήνα, με ανταλλακτικά που έφερναν απέξω.
»Στην αρχή, όταν πρωτοπήγα, με στέλναν για αγγαρείες – να πάω στο ταχυδρομείο, στην πηγή τη Στεμένια, σκούπιζα – όλα τα έκανα […] Φτώχεια περάσαμε τότε, πείνα…»
«Πόσους εργάτες είχε το εργοστάσιο;» ρωτήσαμε.
«Στην αρχή, το ’47, είχε καμιά δεκαριά. Όταν έκλεισε, το ’82, θα ’ταν καμιά πενηνταριά. Άλεθε μέρα νύχτα. Έστελνε σιτάρι στη Σαουδική Αραβία, στα Βαλκάνια, σε όλη την Αθήνα. Ήταν μέσα στους πέντε μεγαλύτερους μύλους σ’ όλη την Ελλάδα. Αφού, προς το τέλος, τα τελευταία εφτά-οχτώ χρόνια, είχε τρεις φύλακες».
Ζητήσαμε απ’ τον κ. Ζυγογιάννη να μας πει ποιοι ήταν:
«Ήταν ο πατέρας μου, Χρήστος, ο Παντελής ο Οικονόμου, και κάποιος ακόμα, κάποιος Κρητικός, δεν το θυμάμαι το όνομά του τώρα».
«Από πού έπαιρνε το σιτάρι ο Μαράκης;» ρωτήσαμε.
«Απ’ όλη την Ελλάδα» είπε. «Έπαιρνε κι απ’ τον Αλίαρτο, κι από τη Θεσσαλία – απ’ όλη την Ελλάδα. Είχε εφτά μεγάλα φορτηγά. Όταν φόρτωνε καράβι έρχονταν αυτοκίνητα απ’ όλη την περιοχή, ουρά κάνανε».
Ο κ. Ζυγογιάννης εξήγησε την καλή εικόνα που παρουσίαζε το εργοστάσιο:
«Τότε, μέχρι και μετά τη Χούντα, δεν έφτιαχνε όποιος ήθελε μύλο, απαγορευότανε. Και επί Χούντας, θυμάμαι, η αστυνομία ήταν στην πόρτα – έλεγχε τα αλεύρια που φεύγανε, για να ελέγχουν τη φορολογία. Τα σακιά είχαν όλα στάμπα. Αυτά τα ’χε κάνει ο Καραμανλής, επί Καραμανλή άρχισαν οι έλεγχοι στην ποσότητα».
Τον ρωτήσαμε αν ο ίδιος έκανε και δουλειά εκτός μύλου. Απάντησε θετικά:
«Με έστελναν στην έκθεση στη Θεσσαλονίκη να βλέπω μηχανήματα, πήγαινα σε άλλα εργοστάσια να ξηλώσω μηχανήματα όταν τα αγόραζε ο Μαράκης… Ή στην Αθήνα… Υπήρχαν και στην Αθήνα εργοστάσια που έφτιαχναν μηχανήματα –ήταν ο Λινός, π.χ.–, εκτός απ’ αυτά που έφερναν απέξω».
Τον ρωτήσαμε αν ο Μαράκης ανανέωνε συχνά τα μηχανήματά του.
«Ο Μαράκης έκανε συνέχεια προσθήκες» είπε. «Δεν ήταν έτσι το εργοστάσιο απ’ την αρχή, το μεγάλωσε σιγά σιγά. Από το ’47 ως το ’82 έκανε προσθήκες τέσσερις φορές. Στην αρχή είχε τρεις κυλινδρομηχανές, μετά έξι, μετά δέκα. Μια κυλινδρομηχανή είχε τότε 5.000.000 δραχμές».
«Πώς έβρισκε τα χρήματα για να επενδύσει;» ρωτήσαμε.
«Πάντα με τις τράπεζες δούλευε αυτός. Έπαιρνε δάνεια, είχε πάρει κι από το Μάρσαλ. Τότε με το Μάρσαλ πολλοί πήρανε λεφτά. Μέχρι και ιμάντες από καμηλότριχα φέραν απ’ την Αμερική. Όλες οι βιομηχανίες πήραν λεφτά τότε».
Στο σημείο αυτό επενέβη και η κα Ιωάννα, η οποία είναι από τη Θήβα:
«Το θυμάμαι καλά το Μάρσαλ, γιατί είχαν έρθει οι Αμερικανοί κι είχαν νοικιάσει ένα σπίτι απέναντι από το σπίτι μας – κι ο οδηγός τους ήθελε να με υιοθετήσει».
Ρωτήσαμε τον κ. Ζυγογιάννη αν ο Μαράκης δούλευε πολύ με Κρητικούς από τον τόπο του.
«Τελευταία είχε φέρει πολλούς Κρητικούς» είπε. «Είχε και Κρητικό προϊστάμενο, τον γαμπρό του από την αδερφή του, Παπαδάκη Στέλιο τον λέγανε. Αυτός είχε δυο παιδιά, η κόρη του σπούδασε οικοκυρικά κι έγινε δασκάλα, ο γιος του σπούδαζε στην Αθήνα. Ο Παπαδάκης επιτηρούσε μέσα στο εργοστάσιο – εγώ δεν τον υπολόγιζα, εγώ ήμουν προϊστάμενος στους τεχνίτες, για το τι θα κάνει ο καθένας ήμουν υπεύθυνος εγώ.
»Θυμάμαι, μια φορά» είπε γελώντας «είχαμε τρεις γυναίκες που ράβανε, στα σακιά. Έρχεται η μία και μου λέει “Μπορείς να με διώξεις, Γιώργο; Θέλω να φύγω, να πάρω την αποζημίωση. Διώξε με και θα σου πάρω έναν αναπτήρα”. Πάω στον Μαράκη, του λέω “Έχουμε τρεις γυναίκες, δε μου χρειάζονται και οι τρεις. Δύο θέλω”. “Διώξε όποια θες” μου λέει ο Μαράκης, την έδιωξα. Όντως, έφυγε εκείνη, πήρε και την αποζημίωση. Μετά από ένα χρόνο, τη βλέπω κι έκανε βόλτα με τον άντρα της. “Βρε” της κάνω “πού είναι ο αναπτήρας;”». Γέλασε.
Στη συνέχεια ρωτήσαμε ποια ήταν η σχέση του Μαράκη με τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο. «Οι απλοί οι μεροκαματιάρηδες τον φοβόντουσαν. Γιατί τότε κάναν ουρά οι άνθρωποι για να βρούνε δουλειά. Πήγαιναν, θυμάμαι, στον πατέρα μου που ήταν φύλακας και τον παρακαλούσαν να πει μια κουβέντα στον Μαράκη για να τους πάρει. Ο πατέρας μου έγραφε σ’ ένα χαρτί το όνομά τους, τα πήγαινε στον Μαράκη, κι αυτός ήταν όλο υποσχέσεις. Περίμεναν οι άνθρωποι, τίποτα δε γινόταν. Ήθελε δουλειά ο κόσμος… Εδώ πήγε μια μέρα ο Παπαδάκης κι είπε σ’ έναν εργάτη να του κάνει αύξηση. “Δε θέλω αύξηση” λέει εκείνος “μόνο να μη με διώξεις”».
Τον ρωτήσαμε ποια ήταν η δική του θέση στο εργοστάσιο κι αν το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν.
«Όχι, με μένα ήταν αλλιώς. Εμένα με χρειάζονταν. Ήμουν μηχανικός, ήξερα να δω την ποιότητα, το χημείο, με είχαν ανάγκη. Έφυγα εγώ κι έκλεισε».
«Πόσες ώρες δουλεύατε τη μέρα;» ρωτήσαμε.
«Και τριάντα, και σαράντα! Το πιστεύεις;» απάντησε έντονα και γέλασε. «Ασταμάτητα! Ακούστε ένα περιστατικό… Ήμουν 20-25 ετών. Πήγα το πρωί στις έξι η ώρα, νύχτωσε, ξημέρωσε πάλι, νύχτωσε πάλι, ε, δεν άντεξα, κλείνω κι εγώ τις μηχανές και φεύγω – με έψαχνε την επόμενη μέρα ο Μαράκης, έστειλε τον πατέρα μου στο καφενείο να με φωνάξει, “Δεν έρχομαι” του είπα εγώ, παρακαλούσε ο Μαράκης, τελικά γύρισα. Ούτε υπερωρίες μας έδινε, ούτε δώρα, τίποτα. Μας ρούφαγε το αίμα με το καλαμάκι».
Τον ρωτήσαμε αν έγινε ποτέ κάποια κίνηση διαμαρτυρίας απ’ την πλευρά των εργατών.
«Γύρω στο ’68-70, νομίζω, δε θυμάμαι ακριβώς, νομίζω ήταν επί Χούντας, κάναμε ένα Σωματείο. Ήμασταν γραμμένοι καμιά σαρανταριά άτομα, βοηθοί, γραφιάδες (αυτοί όχι όλοι, μόνο όσοι δε φοβόντουσαν), είχαν γραφτεί όλοι. Ήρθαμε εδώ, στον κεντρικό, ένα βράδυ, σ’ ένα γραφειάκι, “Το Σωματείο των Εργαζομένων” – το γραφειάκι υπάρχει ακόμα, το ’χουνε τώρα οι οικοδόμοι. Αφού είχαμε κάνει το Σωματείο, ένα βράδυ παρεξηγήθηκε η ταμίας [του εργοστασίου «Α&Μ»] με έναν εργάτη και τον έδιωξε. Την άλλη μέρα λέει ο πρόεδρος του Σωματείου “Αύριο θα κάνουμε δυο ώρες στάση, εσύ θα κατεβάσεις τους διακόπτες”. Πώς να τους κατεβάσω εγώ; Μόνος μου; Να με αφήσουνε μόνο μου να κλείσω τις μηχανές; “Εγώ δεν τον σταματάω το μύλο” λέω. “Θα βγουν πρώτα οι εργάτες όλοι έξω και μετά τον σταματάω”. Tελικά δεν την κάναμε την απεργία. Ήθελαν να ρίξουν τα βάρη σ’ εμένα».
Τον ρωτήσαμε αν ο Μαράκης ήξερε για το Σωματείο και ποια ήταν η αφορμή που είχε απολυθεί εκείνος ο εργάτης.
«Στην αρχή ο Μαράκης δεν ήξερε, έμαθε μετά.
»Εκεί, όταν πληρώνονταν οι εργάτες, σου ’λεγε η ταμίας “Θα σου κρατήσω 500 δραχμές για την εκκλησία”. “Μα…” πήγαινε να πει ο εργάτης… Τι να ’κανε ο κόσμος, ήθελε δουλειά. Ο αδερφός μου είχε τσακωθεί πολλές φορές. “Άμα θέλω αφήνω εγώ, δε θα κρατήσεις εσύ!” φώναζε. Έτσι έδιωξε κι έναν εργάτη που αντέδρασε, κι είπαμε για την απεργία. Μετά το έμαθε ο Μαράκης, έπιασε από δω τον έναν, τον άλλον από κει, έναν έναν ξεχωριστά, τα παρατήσαμε. Παραδώσαμε στη Λιβαδειά τις σφραγίδες – μπορεί να υπάρχουν ακόμα. Όταν το στήσαμε είχε έρθει επόπτης από το Εργατικό Κέντρο, είχε έρθει κι ο πρόεδρός του, που ήταν πρόεδρος και στα ΚΤΕΛ, ψηφίσαμε κιόλας, είχαμε γραμματέα, πρόεδρο, Δ.Σ., όλα. Κράτησε κάνα δυο μήνες, τις συναντήσεις τις κάναμε σ’ εκείνο το γραφειάκι. Δεν προλάβαμε να ζητήσουμε τίποτα.
»Μας ρούφαγε το αίμα με το καλαμάκι. Θυμάμαι, μια φορά, είχε έρθει στο εργοστάσιο ένας ξάδερφός μου να με δει. Κι αφού είδε πώς ήτανε, πάει στο Μαράκη και του λέει “Κύριε Μαράκη, δώσ’ του καμιά άδεια, κρίμα είναι”. Δεν έδινε τίποτα. Μετά το ’70 κάτι άρχισε να δίνει».
«Ένσημα κόλλαγε;» ρωτήσαμε.
«Μετά το ’53 έβαζε ένσημα. Εμένα μου έβαζε» τόνισε ο κ. Ζυγογιάννης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπήρχαν κι εργάτες που δούλευαν χωρίς ένσημα. Και συνέχισε: «Ξέρεις τι άνθρωπος ήταν; Έπρεπε να παίρνω ένα μήνα άδεια. Μου την έδωσε για ένα-δυο χρόνια, μετά έρχεται ο λογιστής του, ο Σ., και μου λέει “Δεν δικαιούσαι τέτοια άδεια, κακώς σ’ τη δίναμε τόσα χρόνια. 15 μέρες δικαιούσαι”. Έφυγα εγώ αμέσως από το μύλο και πήγα στον Οργανισμό [Κωπαΐδας], εκεί ήταν ο Σταθούλης, ένας λογιστής ηλικιωμένος. Μπήκα μέσα, του λέω “Κύριε Σταθούλη, έχω αυτό το πτυχίο, είμαι έτσι κι έτσι… Τι άδεια δικαιούμαι;” “Ένα μήνα” μου λέει. Γυρνάω στο μύλο, και μόλις με βλέπει ο φύλακας λέει “Πήγαινε μέσα, σε θέλει ο Μαράκης, ξέρει ότι πήγες στον Οργανισμό”. Αλλά εγώ το ήξερα κιόλας. Γιατί το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Σταθούλης όταν μπήκα στο γραφείο του ήταν “Μόλις πήρε τηλέφωνο ο λογιστής του Μαράκη”. Τέτοιοι άνθρωποι ήτανε…»
Φέραμε πάλι την κουβέντα στο Σωματείο: «Ποιος ξεκίνησε αυτή τη διαδικασία;»
«Εγώ δεν ενεργούσα να γίνει Σωματείο» είπε. «Εγώ ήμουν τεχνικός διευθυντής εκεί μέσα. Ήταν άλλοι, πιο χαμάληδες, και με παρέσυραν κι εμένα κι υπέγραψα».
«Συμμετείχε ο Νίκος ο Τρούγκας;»
«Ο Τρούγκας; Ναι, ήταν κι αυτός στο σωματείο».
Τον ρωτήσαμε, έπειτα, αν ο Μαράκης έκανε διακρίσεις απέναντι στους Κρητικούς εργαζόμενους. «Όχι, δεν έκανε διακρίσεις» είπε. «Αυτός ήτανε για να τους πιει ολωνών το αίμα με το καλαμάκι. Πήγαινε μυστικά στον έναν, στον άλλον, τους έλεγε “Θα σου δώσω ένα αυγό το βράδυ” κι ύστερα έβγαινε και φώναζε “Ε, εσύ που έφαγες το αυγό!” και γυρνούσαν όλοι… Τέτοιος άνθρωπος ήτανε.
»Ο Μαράκης είχε τρεις κόρες» συνέχισε ο κ. Ζυγογιάννης. «Η μεγαλύτερη παντρεύτηκε, έκανε ένα γιο [...]
»[…] Η μεγάλη του η κόρη είχε βάλει υποψήφια μαζί με τον Νίκο τον Ηλία, ήτανε δεξιός αυτός – ο Μαράκης βενιζελικός. Πήγαινε τότε η κόρη του από σπίτι σε σπίτι και ρώταγε “Πόσους ψήφους θα μου δώσεις;” […] Της λέω εγώ “Πάνω από τριάντα ψήφους δεν παίρνεις, μην περιμένεις”. Αυτοί περίμεναν πως θα ’παιρνε πάνω από διακόσιους ψήφους. Και τελικά η κόρη του δε βγήκε – πήρε είκοσι πέντε ψήφους, την είχαμε ψηφίσει εμείς, τα αδέρφια μου, η οικογένειά μου. Κι όταν την άλλη μέρα πήγα στο εργοστάσιο, με αρπάζει ο Μαράκης κι αρχίζει κάτι φωνές “Είστε όλοι αχάριστοι!” – και τα ’λεγε σ’ εμένα κιόλας, που εμείς τον είχαμε ψηφίσει. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. “Ποιος νομίζεις ότι είσαι;!” αρχίζω. “Είσαι ένα τίποτα! Είσαι ένα μηδέν!” Σκύβει το κεφάλι ο Μαράκης, δε μίλησε, έφυγε και πήγε στη βίλα του. Κι όπως έβγαινε λέει στο φύλακα “Μη τον παρεξηγάς, Παντελή, έχει χάσει τη γυναίκα του”».
«Πραγματικά, μιλήσατε έτσι στον Μαράκη;»
«Κανείς άλλος δεν τους αντιμιλούσε. Εγώ δεν τους υπολόγιζα» είπε ο κ. Ζυγογιάννης [...] Μιλούσαμε κι έτσι με το Μαράκη. Εγώ ήμουνα σε όλα τα κόλπα, και στο λογιστήριο, και παντού. Τώρα τελευταία, πριν το κλείσει, τρώγαμε και μαζί, στο σπίτι του.
»Κάποια μέρα είδα τα βιβλία, όταν ήτανε μείον το γράφαν με κόκκινο μολύβι, κι έβγαινε χρέος 700.000 τη μία, 500.000 την άλλη, 800.000… Πάω και του λέω “Τι γίνεται; Το ταμείο βγήκε κόκκινο”. “Αναγκαίο κακό” λέει “έδωσα στον […] τόσα, τόσα, τόσα…” Ε, μετά έκλεισε. Τα ’χε χαμένα στο τέλος, γεράματα. Πέθανε 85 χρονών, κι εμένα δε μου είπαν τίποτα. Και συνάντησα κάποια φορά το φύλακα, και μου ’πε ότι του ’χε πει η οικογένεια να μη μου πει εμένα τίποτα για να μην πάω στην κηδεία». Ο κ. Ζυγογιάννης φαινόταν ακόμα πικραμένος από αυτή την ιστορία.
«Σκέψου» συνέχισε «κι εμένα με είχανε στο μύλο “ό,τι πει ο Γιώργης”. Μου είχανε εμπιστοσύνη. Αλλά κοίταζα κι εγώ το συμφέρον του μύλου, κοίταζα και τους εργάτες.
»Ήταν ένας εργάτης που έριχνε το σιτάρι με το φτυάρι, και δούλευε σ’ ένα δωματιάκι μικρό, πέντε μέτρα ύψος, χωρίς παράθυρα. Τον βλέπω, είχε γίνει κάτασπρος, δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Μπαίνω μέσα, τον αρπάζω, τον τραβάω έξω ν’ αναπνεύσει, μην πάθει τίποτα, μην πεθάνει. Με είδε το αφεντικό και μου ’βαλε τις φωνές, να μην το ξανακάνω».
«Συνέβαιναν εργατικά ατυχήματα;» ρωτήσαμε τον κ. Ζυγογιάννη.
«Ναι, συνέβαιναν» είπε αμέσως. Του ζητήσαμε να θυμηθεί κάποια και να μας τα περιγράψει.
«Θυμάμαι, ένα παιδί είχε σπάσει το πόδι του. Πατινάρισε το λουρί κι αυτός έβαλε το πόδι για να το σταματήσει. Ήταν δεκαεφτά χρονών, Ηλία Πανάγου τον λέγανε, ο πατέρας του ήταν αντάρτης και τον είχαν σκοτώσει το ’48 – το θυμάμαι, του είχε βγει όλο το κόκαλο έξω, ρε παιδιά, όλο το κόκαλο.
»Είχαμε ένα μηχάνημα που ο άξονάς του εξείχε. Δούλευε κάποιος, φαίνεται είχε τα πουκάμισά του έξω, μάλλον κάτι θα πλησίασε να γράψει, ν’ ακουμπήσει πάνω, του πήρε ο άξονας το πουκάμισο, το γύρισε, του ’κοψε τα γεννητικά του όργανα. Έτρεξα κι εγώ, τι να σας πω… Αηδία ήταν. Έγινε δικαστήριο μετά, ήμουν κι εγώ μάρτυρας […] Και τελικά αθωώθηκε ο Μαράκης. Μας πήρε όλους μετά τη δίκη, μαζί με τον εργάτη, και μας κέρασε σ’ ένα καφενείο λεμονάδες.
»Ο εργάτης ήταν ευχαριστημένος» εξήγησε ο κ. Ζυγογιάννης «γιατί θα συνέχιζε να δουλεύει εκεί.
» Να σας πω… Για το ότι τα μηχανήματα δεν είχαν προφυλακτήρα, είχαμε ευθύνη. Αλλά ποιος είχε ευθύνη; Εγώ, ή ο επιθεωρητής; Όχι, ο Μαράκης, ο Μαράκης ήταν το αφεντικό».
«Καλά, δεν γίνονταν όμως επιθεωρήσεις;»
Ο Ζυγογιάννης γέλασε.
«Είτε γίνονταν επιθεωρήσεις είτε όχι, το ίδιο έκανε. Ο επόπτης έπαιρνε τηλέφωνο από την προηγούμενη κι έλεγε στον Μαράκη “Αύριο έρχομαι στις δέκα για επιθεώρηση, κανόνισε” – για μίζα. Αν ήσουν ανασφάλιστος, σου ’λεγε ο υπεύθυνος να πας πιο πέρα, να μη φαίνεσαι, και μετά γυρνούσαν πάλι».
«Άλλα εργατικά ατυχήματα, θυμάστε;» επιμείναμε.
«Κάθε μέρα χτυπάγαμε» είπε αμέσως ο κ. Ζυγογιάννης «αλλά όχι σοβαρά».
«Υπήρχαν δουλειές που ήταν επικίνδυνες;»
Γέλασε πάλι. «Όλες επικίνδυνες ήταν οι δουλειές. Πόσες φορές είχανε σκάσει διακόπτες και με είχανε κάψει εμένα…» Ο κ. Ζυγογιάννης έφερε τα χέρια στο πρόσωπο. «Τροχάδην πήγαινα στο γιατρό, έβαζα οινόπνευμα. Μια φορά είχα σπάσει τρία πλευρά. Να, εδώ» είπε και μας έδειξε.
«Ακόμα σε ενοχλεί» παρενέβη η κα Ιωάννα.
«Πήγα στο γιατρό, ούτε που μου το δέσανε. Περίπου το ’82 ήταν. Ήμουν στο ΙΚΑ. Μου είπαν “Πάρε 3-5 μέρες άδεια”, εγώ την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά κι έδινα εντολές, δεν έσκυβα, να σηκώσω βάρος. Ακόμα όμως με πονάει. Είχε πιάσει άχυρα το σιλό, έβαλα τη σκάλα, την ξύλινη, την ακούμπησα στο δοκάρι να το ξεβιδώσω και να καθαρίσω. Γλίστρησα κι έπεσα σ’ ένα κασόνι – μου κόπηκε η ανάσα, ούτε να φωνάξω δεν μπορούσα. Με πήρανε στη Λιβαδειά, στο νοσοκομείο, κι εκεί ήρθαν να μου βάλουνε ορό. Ε, πού να τα ξέρω τότε αυτά εγώ, τους βλέπω “Τι μου βάζετε” λέω “ορό, δεν πεινάω”». Γέλασε.
Τον ρωτήσαμε αν υπήρχαν αντιπαλότητες μεταξύ εργατών και λογιστών.
«Όλοι μια ομάδα ήμασταν. Κι έπαιρναν όλοι βαρέα, και οι λογιστές και οι φύλακες. Αυτό εγώ δεν το καταλάβαινα».
«Πόσους λογιστές είχε το εργοστάσιο;»
«Ήταν εφτά-οχτώ λογιστές, γραφιάδες, παραγραφιάδες… Μόνιμοι, μισθωτοί, δουλεύανε χρόνια».
Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε αν το εργοστάσιο είχε Εσωτερικό Κανονισμό.
«Ναι, υπήρχε Εσωτερικός Κανονισμός, βέβαια. Το πρωί πηγαίναμε, είχε έναν πίνακα, και κοιτάζαμε. Έγραφε, π.χ., “O Ζυγογιάννης έχει σπάσει ένα παράθυρο, πρόστιμο 30 δραχμές”. Kι όταν πληρωνόσουν σ’ τα κράταγε. Ή, “O τάδε άργησε δέκα λεπτά”».
«Χτυπούσατε κάρτα;»
«Όχι, δεν υπήρχαν τότε αυτά. Αλλά πώς “χτυπούσαμε κάρτα”: Ο κάθε φύλακας έγραφε, τι ώρα πήγε ο ένας κι ο άλλος. Κι όταν έβγαιναν οι εργάτες, τους έψαχναν μήπως κλέψουν κάτι».
«Σας έψαχναν κι εσάς;»
«Όταν ήμουν μικρός, ναι. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός είχα φτιάξει ένα εργαλείο, ξύλινο. Δούλευα μαζί με τους μαραγκούς, κι αυτοί είχαν ένα εργαλείο, ένα σημαδευτήρι, ξέρεις, που σημάδευαν το ξύλο και μέτραγαν πού θα το κόψουν. Ε, το πήρα κι έφτιαξα ένα δικό μου. Βγήκα έξω, με έψαξε ο φύλακας, το ’χα εγώ μες στο πουκάμισο, μου το πήρε. “Δικό μου είναι, εγώ το ’φτιαξα” του λέω εγώ, τίποτα. Το πήρε ο Μαράκης και το είχε πάνω στο γραφείο του, το ’δειχνε σαν λάφυρο στους υπόλοιπους: “Κοιτάτε τι βρήκα…” Τέτοιος άνθρωπος ήτανε».
«Υπήρχαν εργάτες που έφευγαν για να δουλέψουν αλλού;» ρωτήσαμε.
«Είχε διώξει ο Μαράκης οδηγούς, είχανε κάνει παραπτώματα – αυτοί μετά δούλευαν αλλού. Άμα τον έδιωχνε κάποιον ο Μαράκης, ε, τι θα ’κανε, θα πήγαινε να παρακαλέσει το Γρίβα, το Μουράτη… Αλλά έκαναν κι αυτοί παραπτώματα.
»Εγώ παρακολουθούσα τα πάντα, κι έβλεπα. Τη μια μέρα βάζαν καινούριες αλυσίδες στ’ αυτοκίνητα, την άλλη γυρνούσαν με αλυσίδες σκουριασμένες. “Οι αλυσίδες τι γίνανε;” λέω μια μέρα σε έναν. “Αυτές είναι” μου λέει. Άλλον τον στείλαμε στη Θήβα ν’ αλλάξει σούστες. Γυρνάει πίσω, “Τις άλλαξα όλες” λέει. Μου λέει εμένα ο Μαράκης “Γιώργη, πήγαινε να δεις αν τις άλλαξε” Κοιτάζω εγώ, μόνο τις δύο είχε αλλάξει. “Xαλβά, σούστες έχεις αλλάξει δυο φύλλα μόνο, γιατί;” λέω στον οδηγό. Αυτόν τον λέγανε Τάσο, Τάσο Αντωνίου, από το Μούλκι, αλλά έτσι τονε φωνάζαμε, “Χαλβά”. Κι άρχισε να φωνάζει ο Χαλβάς, “Βρε, με κορόιδεψε, μου είπε ότι τις άλλαξε όλες, εγώ έπινα καφέ, δεν έβλεπα!”.
»Κλέβανε πολύ. Ε, δεν είχε άνθρωπο δικό του ο Μαράκης. Κλέβαν ακόμα και τους φούρνους. Είχανε κάτι τετραξονικά, έμενε μέσα ο φούρναρης μέχρι να ξεφορτώσουν, κι αυτοί φόρτωναν σακιά απ’ τους φούρνους και τα πούλαγαν σ’ άλλον. Και πολλές φορές τα σακιά δεν τα έφερναν πίσω. Ε, τι γίνεται στην κοινωνία… Κάθε μήνα έβγαινε δελτίο, από τους Αλευροβιομήχανους, με τους μεγαλύτερους μύλους, κι έλεγε πόσους τόνους άλεσε ο καθένας. Ο Μαράκης ήταν στους μεγαλύτερους».
«Τι έλεγε ο Μαράκης προς το τέλος;» ρωτήσαμε.
Χαμογέλασε. «Προς το τέλος… ο Μαράκης έβλεπε το τέλος του. Τίποτα δεν ήθελε να κάνει […]
»Είχε έναν απ’ την Κρήτη, ένα λογιστή» συνέχισε ο κ. Ζυγογιάννης «ο πατέρας του ήταν οδηγός, η μάνα του δούλευε εδώ, δεν του είχε εμπιστοσύνη. Για να δώσει το μύλο για νοίκι έκανε ένα χαρτί που έβαζε ρήτρα, “Να μην μπει ο Σ. εδώ”. Αλλά τον έβαλε κρυφά ο άλλος από πίσω.
»Όταν έδωσε το μύλο έκανε απογραφή σε όλα, όλα τα μηχανήματα, τα πάντα. Για δύο χρόνια που τον νοίκιασε, εγώ ήμουν ο μόνος μάστορας. Μετά, ήρθε η κόρη του μαζί με τον Λ. και τα παρέλαβε. Εγώ υπέγραψα. Τη λίστα με τα μηχανήματα την είχα ακόμα, μέχρι πριν από πέντε χρόνια. Εγώ υπέγραψα. Είχε κυλινδρομηχανές, πλασίστερ, οξυγονοκολλητές, τα πάντα».
«Συνέχισε ο μύλος μετά το ’82;» ρωτήσαμε.
«Το ’82 δεν έστεκε ο Μαράκης καλά, είχε αρχίσει να τα χάνει. Ξέχναγε… Έμενε στην Αθήνα. Μετά το ’82 μπήκε λουκέτο».
«Γιατί;»
«Μετά το ’82 με κάλεσε ο [λογιστής] Σ. και μου λέει “Θα κάνουμε δικό μας μύλο, έλα”. “Εντάξει” λέω “θα σας ακολουθήσω”. Ο Μαράκης από τότε τελείωσε. Στεναχωρήθηκε. Εγώ όμως έβλεπα ότι ο μύλος δεν τράβαγε. Το ’82 πήγαμε στη Θήβα […]».
«Ποια ήταν η θέση του Μαράκη στην τοπική κοινωνία;» ρωτήσαμε.
«Α, ήταν οι πιο εκλεκτοί. Κατά τη γνώμη τους, όμως, οι πιο εκλεκτοί» υπογράμμισε.
«Έβγαινε, πήγαινε στις ταβέρνες, στα καφενεία;»
«Ποτέ. Ο Μαράκης δεν έβγαινε ποτέ. Έπαιρνε καμιά φορά απ’ τον Τσαπάρα καφέ. Δεν κατέβαινε χαμηλά, να κάτσει όπως εμείς τώρα».
«Για τι θέματα μιλούσε; Μαζί σας, για παράδειγμα;»
«Μιλούσε για το συμφέρον του μύλου του, γι’ αυτό μιλούσε. Αφήστε τα, ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα – από μικρά παιδιά μας εκμεταλλευόταν. Κι έφτιαξε ένα μεγάλο πράγμα και δεν έμεινε τίποτα, στάχτη μόνο. Περνάω τώρα από κει και με πιάνει απελπισία».
«Ποιες ήταν οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο;»
«Α, δεν υπήρχε διάλειμμα, τίποτα. Κι αν ήθελες να φας κάτι, κρυφά. Είχες μια πετσετούλα στην τσέπη με λίγο ψωμί, ξέρω γω, το έτρωγες κι έκανες μαζί και τη δουλειά. Το λιγότερο που δούλευα ήταν δώδεκα ώρες συνέχεια.
»Μια μέρα, είχα δουλέψει σαράντα ώρες, είπα καληνύχτα σας κι έφυγα. Την άλλη μέρα έπρεπε να πάω στην ώρα μου, το απόγευμα, δεν πήγα. Ο Μαράκης έστειλε τον Χρήστο, τον πατέρα μου, να με φωνάξει. Πήγα τελικά, ο Μαράκης ήταν στο γραφείο του, δε βγήκε καθόλου, δεν είχε μούτρα. Τι να κάνω; Ήταν ο πατέρας μου εκεί, ο αδερφός μου… Δεν είχα και το δίπλωμα ακόμα, δεν υπήρχαν και δουλειές».
«Έρχονταν βουλευτές στο μύλο;» ρωτήσαμε.
«Συνέχεια. Έρχονταν βουλευτές, πάρα πολλοί, όχι λίγοι. Ο Παπασπύρου απ’ τη Λιβαδειά ήταν ο νούμερο ένα. Θυμάμαι μια φορά, επί Πλαστήρα, σταμάτησε ο Πλαστήρας στο εργοστάσιο. Ο Μαράκης ήταν αξιωματικός του Πλαστήρα. Μετά μας πήρε όλους, όλο το προσωπικό, ο Μαράκης, μ’ ένα φορτηγό στην Αράχωβα, για να συνδράμουμε τον Πλαστήρα».
«Ο Κίνιας ερχόταν; Είχε σχέσεις ο Μαράκης με τον Κίνια;»
«Όχι, ο Κίνιας όχι».
«Αν επιτρέπετε, πολιτικά πού βρισκόσασταν εσείς;»
Γέλασε. «Το ’61 εγώ ψήφισα ΚΚΕ. Στο Ζαγαρά. 100 ψηφοφόροι ήτανε όλοι κι όλοι, και μόνο δύο ψήφισαν ΚΚΕ. Μετά, όταν γύρισε ο Καραμανλής από τη Γαλλία, εγώ έγινα καραμανλικός. Ο Μαράκης αντιδρούσε. Αλλά εγώ καταλάβαινα ότι εδώ έχει φαΐ. Θυμάμαι, μια κοπέλα απ’ το γραφείο είχε κρεμασμένη στον τοίχο μια φωτογραφία του Καραμανλή. Ο Μαράκης δεν τον ήθελε τον Καραμανλή, κι όμως, αυτός ήταν για τους βιομήχανους, για τη σταθερότητα, για την εργασία. “Μη την κατεβάσεις!” λέω στην κοπέλα».
«Πώς κυλούσε η δουλειά στο εργοστάσιο;» ρωτήσαμε τον κ. Ζυγογιάννη. «Κάνατε πλάκες μεταξύ σας, π.χ., υπήρχαν τσακωμοί;»
«Α, εμένα οι εργάτες με είχανε όλοι σαν πατέρα. Εγώ ήθελα να γελάω. Τους πείραζα. Δουλεύαμε σκληρά, αλλά ήθελα και το καλαμπούρι. Θυμάμαι, ήταν κάτι Κρητικοί που τους είχε φέρει από συγγενείς του κι εγώ τους είχα να δουλεύουν – πολλή δουλειά… 400 σακιά την ώρα έπρεπε να φορτώσουν, δεν τους άφηνα να κάτσουν καθόλου. Μετά όμως, όταν η δουλειά τέλειωνε και φεύγαν τα φορτηγά, τους έλεγα “Τραβάτε πάνω, καθίστε μία ώρα”. Τους έκανα καλαμπούρια, όλοι κάνανε. Μέχρι οινόπνευμα είχανε βάλει μιανού στον πισινό, κι έτρεχε με το λάστιχο.
»Μετά, θυμάμαι, είχαμε έναν εργάτη απ’ τα Άγραφα, πάνω, ήτανε Βλάχος. Και ξέρετε πώς είναι το εργοστάσιο, οι σκάλες… Στριφογυριστές, τα σκαλοπάτια είναι σαν σχάρες, ανέβαινες πάνω κι έβλεπες κάτω ποιοι ανέβαιναν. Ε, ανέβαινε κάνας εργάτης, αυτός που σας λέω, κι εμείς από πάνω τού ρίχναμε πίτουρα». Ο κ. Ζυγογιάννης γέλασε πάλι, και σηκώθηκε όρθιος να μας δείξει πώς αντιδρούσε ο εργάτης απ’ τα Άγραφα.
«Μόλις ανέβαινε, στεκότανε έτσι και τους κοίταζε όλους, έναν έναν, στεκότανε σε κάποιον, Λεωνίδα τον έλεγαν, κι έλεγε “Μήπως είσαι κι εσύ παλιομπινές, κυρ Λεών;”».
«Οι εργάτες πού άνηκαν πολιτικά; Υπήρχε κάποια ομοιομορφία;» ρωτήσαμε.
«Οι περισσότεροι ήτανε με την Ένωση Κέντρου. Με τον Γιώργο τον Παπανδρέου. Όταν κυβέρναγε ο Παπανδρέου – ο Γιώργος – ο κόσμος δυσαρεστήθηκε, και γύρισαν προς τα κει, προς τον Καραμανλή, μετά τη Χούντα. Όπως και τώρα. Εγώ τώρα ψηφίζω Νέα Δημοκρατία. Εμ, όταν κυβερνάς 20 χρόνια και κάνεις γούρνα την Ελλάδα, τι θα κάνει ο κόσμος μετά;»
«Υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ αριστερών και δεξιών μετά τον Εμφύλιο στον Αλίαρτο;»
«Ναι, υπήρχε διαχωρισμός, φυσικά. Ήτανε δεξιοί – αριστεροί. Άμα ήξερες ότι ο καφετζής ήτανε δεξιός, δεν έμπαινες καθόλου. Αλλά ανοιχτές κόντρες, όχι, δε γίνονταν. Αριστερός ήμουν κι εγώ. Όμως όταν ήρθε ο Ανδρέας ο Παπανδρέου, έκανε παντού γραφεία. Είχαμε τοπικές οργανώσεις στον Αλίαρτο. Κι έβλεπες μέσα κάτι σαβούρες, κάτι τεμπέληδες!
»Να σας πω… Εμείς πήραμε το ’70 το μαγαζί του Κομίνη. Κι είχαν αρχίσει από τότε τα πασόκια… “Πού τα βρήκατε;” Τι πού τα βρήκαμε; Εμείς ήμασταν τρία αδέρφια, και οι τρεις δουλεύαμε στον Μαράκη. Αυτοί κατιλεμέδες ήταν όλοι τους, μόνο κριτική κάνανε. Εμείς ήμασταν τρία αδέρφια, και δουλεύαμε κι οι τρεις, και το ταμείο το είχαμε κοινό. Κι έτσι μπορέσαμε και, σιγά σιγά, φτιάξαμε τη δική μας δουλειά. Στην αρχή αγοράσαμε ένα φορτηγό, έφυγε ο ένας απ’ το εργοστάσιο. Μετά αγοράσαμε ένα λεωφορείο, έφυγε κι ο δεύτερος, μετά αγοράσαμε άλλο ένα. Κι όταν αγοράσαμε κι αυτό το δεύτερο, κάτσαμε και τα βάλαμε κάτω, λέμε δε συμφέρει, τι, να δουλεύω εγώ στον Μαράκη και να πληρώνουμε οδηγό… Καλύτερα να το δούλευα εγώ το λεωφορείο. Λέω στον Μαράκη, από έξι μήνες πριν, “Κανόνισε, το Μάιο εγώ φεύγω, κάνουμε δική μας δουλειά”. “Nαι, Γιώργη, μπράβο”, τέτοια έλεγε. Κι όταν μπήκε ο Μάιος έρχεται και με βρίσκει ο λογιστής, και μου λέει “Aν σου διπλασιάσουμε το μισθό, θα μείνεις;”. “Δεν ξέρω” λέω “να το συζητήσω με τα αδέρφια μου, μαζί αποφασίζουμε”. Ε, το συζητήσαμε, είπαμε ότι συμφέρει να πάρουμε οδηγό και να τον πληρώνουμε με τα μισά από το μισθό μου. Κι έτσι έγινε.
»Τότε η χωροφυλακή εδώ ήταν σταθμός, είχε καμιά δεκαριά χωροφύλακες. Κάποια φορά, καθόμασταν στο καφενείο με τα αδέρφια μου, έρχεται ο αστυνόμος και κάθεται στο τραπέζι μας. “Σας βλέπω και σας χαίρομαι, ρε παιδιά” λέει. “Αγαπημένοι, μονιασμένοι, εργατικοί. Εσείς θα πάτε μπροστά, και να ξέρετε πως όλοι εδώ στον Αλίαρτο σας σέβονται και σας φοβούνται”. Έτσι είπε.
»Αλλά δουλεύαμε, δουλεύαμε… Όχι σαν τους άλλους, που μόνο κάθονται κι είναι μόνο κριτική…»
«Πώς περνούσατε τις Κυριακές;» ρωτήσαμε.
Ο κ. Ζυγογιάννης γέλασε. «Τις Κυριακές, άμα δε δουλεύαμε στον Μαράκη, θα πηγαίναμε στην Κωπαΐδα με τα αδέρφια μου να ξεφορτώσουμε κάνα αυτοκίνητο, όσο ήταν. Γι’ αυτό σου λέω, ο Μαράκης μας έβαλε σε σειρά, δουλεύαμε. Εγώ χαίρομαι να δουλεύω. Ήταν κέρβερος, μας κυνήγαγε, αλλά μάθαμε πειθαρχία. Σχολή ήταν ο Μαράκης, σαν να βγάζεις μια σχολή. Αυστηρός ήταν, αυστηρός. Το πρωί ξημέρωνα εκεί, κι έφευγα το βράδυ».
«Μα δεν διασκεδάζατε καθόλου, δεν πηγαίνατε καμιά φορά σε κάνα καφενείο;» επιμείναμε.
«Καθόλου, ποτέ».
«Καλά – μπορείτε να μας περιγράψετε πώς περνούσαν οι ονομαστικές γιορτές;»
«Στις γιορτές γίνονταν επισκέψεις, θα γινότανε ένα γλέντι, χορεύαμε, ξενυχτάγαμε – δεν υπήρχε η τηλεόραση τότε. Τώρα από την τηλεόραση μαθαίνουμε τα πάντα, αλλά μας κάνει ξένους και στους συγγενείς. Καλύτερα πέρναγε η ζωή τότε. Κι ήμασταν χωρίς άγχος. Τώρα από την τηλεόραση ακούς συνέχεια πόσοι σκοτώθηκαν εδώ, τι καταστροφές γίνονται… Απελπίζεσαι».
«Διαβάζατε;»
«Ναι, διάβαζα. Κάτι εγκυκλοπαίδειες, όταν είχα την ευκαιρία διάβαζα. Είχα πάρει μια εγκυκλοπαίδεια, τον “Ήλιο”. Από τον Γιώργο τον Κομίνη, τον αριστερό. Πήγα μια φορά κι είχε κάτι βιβλία εκεί, τα πούλαγε, μου δίνει δύο, τον πληρώνω μπροστά, προκαταβολή, ποτέ δεν πήρα και τα υπόλοιπα. Κι έτσι είχα διαβάσει… “ό,τι βλέπει ο ήλιος”». Γελάει.
«Μα δεν είχαμε χρόνο για διάβασμα και για τέτοια» συνέχισε. «Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Αν πάθαινε μια ζημιά ο μύλος και σταμάταγε, έπρεπε να πάμε και να φέρουμε μηχάνημα από τον Πειραιά. Κι έπρεπε μετά να δουλέψουμε 48 ώρες συνέχεια για να καλύψουμε τη ζημιά».
«Πείτε μας για τον κ. Νίκο Τρούγκα».
«Α, ο Τρούγκας… Ήταν εργάτης αυτός, τίμιος, μόνο που μέθαγε».
«Πώς τον είχε ο κόσμος εδώ; Πώς τον βλέπανε;»
Ο κ. Ζυγογιάννης γέλασε. «Τον είχανε… Πώς τον είχανε. Τον είχανε… Τρούγκα. Εντάξει, ήταν ο τελευταίος του χωριού. Αλλά να σου πω εγώ την ιστορία γι’ αυτόν. Ο Τρούγκας δούλευε, κι έπινε. Του λέει ο Μαράκης μια φορά “Πάλι έχεις πιει;”. “Άντε να πιεις κι εσύ, μπορείς;” του κάνει ο Τρούγκας. “Φάε και ρέγκα άμα θες, και πιες κι εσύ”».
«Ο Μαράκης κουρευότανε στον Νίκο τον Τουρίκη; Έτσι μας έχει πει ο κυρ Νίκος».
«Ο Μαράκης; Ποτέ! Αυτός να βγει έξω και να πάει μαζί με τους άλλους στο κουρείο; Ποτέ! Αυτός δεν πήγαινε πουθενά. Μπορεί να με έστελνε εμένα, να μου ’λεγε “Άντε να φέρεις τον Τουρίκη να με κουρέψει”. Τέτοια ιδέα είχανε για τον εαυτό τους. Κι άμα τους έβλεπες τι έτρωγαν μέσα… Πριν φτιάξουν τη βίλα, που είχαν το μικρό το σπιτάκι. Τραχανά τρώγαν, τραχανά με λάδι και δυόσμο ξερό που τρίβαν. Ούτε αυτοί είχαν ψυγείο, και αυτοί έπλεναν στη σκάφη όπως όλοι… Ήτανε όλος ο κόσμος φτωχός τότε. Αλλά αυτός βρήκε το μύλο έτοιμο. Βέβαια έκανε οικονομίες ο Μαράκης – […]».
«Ο Μαράκης ανακατευόταν στην προσωπική ζωή των εργατών του;» ρωτήσαμε.
«Όταν αρραβωνιάστηκα εγώ, απ’ το Μουρίκι ήταν η γυναίκα μου, και το ’μαθε ο Μαράκης, θύμωσε. “Ποια είναι αυτή, πήγαινέ τη βόλτα στο βάλτο και παράτα την εκεί πέρα” μου είπε. Ήθελε, φαίνεται, να μου φέρει καμιά απ’ την Κρήτη, να με έχει εκεί μέσα έμπιστο…»
«Γιατί έκλεισε;» ρωτήσαμε πάλι.
«Ο Μαράκης έχασε πολλά λεφτά» είπε ο κ. Ζυγογιάννης. «Είχε, ας πούμε, κάποιος 50 στρέμματα, και ζήταγε δάνειο, προκαταβολή, για το σιτάρι. Ο κόσμος ήταν φτωχός, κρέμονταν όλοι απ’ τον Μαράκη. Εκείνος τα έγραφε, τα ονόματα και το ποσό που είχε δώσει στον καθένα, και μετά ρώταγε “Γιώργη, ήρθε ο Σ. να φέρει το στάρι;”, π.χ. “To ’φερε”, “Τι στάρι ήταν, Γιώργη;”, “Σκουπίδια!..”.
»Αν δεν είχαν να ξεπληρώσουν, τα ’φηνε ο Μαράκης τα λεφτά για την άλλη χρονιά, και την άλλη… Έχασε πολλά λεφτά.
»Θυμάμαι, μια φορά, ήρθε ο παπα-Β. κι έφερε σακιά στάρι – κι έσταζε το στάρι νερό. Μου λέει ο Μαράκης “Πάρ’ το”. “Δεν το παίρνω, θα μου χαλάσει όλη την αποθήκη” λέω εγώ. Πού να το πάρω… Άμα βάλεις βρεγμένο σιτάρι στην αποθήκη, θα σ’ το χαλάσει όλο. Κι ήμουν εγώ υπεύθυνος. Έφυγε ο παπα-Β. και μουρμούραγε: “Εκεί κάνει κουμάντο ο Ζυγογιάννης, δεν κάνει ο Μαράκης”. “Άντε να το απλώσεις, να στεγνώσει” του λέω “και ξαναφέρ’ το”.
»Εγώ είχα πείρα, ήξερα τα μηχανήματα, και τα ηλεκτρονικά και όλα. Άξιζε το τομάρι μου εμένα».
Κάπου εδώ η συνέντευξη ολοκληρώθηκε. Ο κ. Ζυγογιάννης μας κέρασε τσίπουρο και λικέρ βύσσινο που φτιάχνει μόνος του, ευχαριστημένος κι ο ίδιος που είχε θυμηθεί τόσο πολλά για το εργοστάσιο:
«Κάποια πράγματα νόμιζα πως τα ’χα ξεχάσει…»
ΤΕΛΟΣ