ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ BREXIT – ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΣTON 21o ΑΙΩΝΑ


1. ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ίσως το πιο σημαντικό γεγονός της ευρωπαϊκής ιστορίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο να είναι η ίδρυση αυτού που σήμερα αποκαλούμε Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ίσως, στις αρχές του 21ου αιώνα, ένα εξίσου σημαντικό γεγονός να είναι αυτό που έχει γίνει γνωστό ως Κίνημα υπέρ του Brexit. Εξίσου σημαντικό, αφού αυτό το Κίνημα φαίνεται πραγματικά να απειλεί το ευρωενωσιακό κατεστημένο.
Το Κίνημα υπέρ του Brexit, που πρέπει να ιδωθεί ως ένα οργανικό και πρωτοποριακό κομμάτι του αντι-ευρωπαϊκού Κινήματος σε όλη την Ευρώπη, απειλεί το κατεστημένο της ΕΕ επειδή αμφισβητεί το πολιτικό και ιδεολογικό του status quo. Ξέρουμε ότι, τον προηγούμενο αιώνα, αυτοί που είχαν θέσει κάποιου είδους «απειλή» στην καθεστηκυία τάξη ήταν η ευρωπαϊκή Αριστερά, με ισχυρά Κομμουνιστικά Κόμματα σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, και με το εξίσου ισχυρό Κόμμα των Εργατικών στη Βρετανία (ας μην ξεχνάμε ηγέτες σαν τον Michael Foot, που αγωνίστηκαν υπέρ της βρετανικής αποχώρησης από την τότε ΕΟΚ).
Ο 21ος αιώνας έχει γίνει μάρτυρας του ουσιαστικού θανάτου της Αριστεράς, και ιδίως της «κομμουνιστικής Αριστεράς». Γεγονός είναι πως, απέναντι στο σημερινό καθεστώς της ΕΕ, κάθε πολιτική πρόκληση γεννημένη «από τα κάτω» (grassroots) προέρχεται από τη λαϊκή, πατριωτική «Δεξιά» – η οποία είναι αρκετά ηγεμονική ώστε να απορροφά μεγάλα τμήματα της κοινωνίας των πολιτών, ανεξάρτητα από το ποιες είναι οι ιδεολογικές τάσεις αυτής της κοινωνίας. Στο Ην. Βασίλειο, το ισχυρό Κίνημα υπέρ του Brexit εκφράζει μια κοινωνία των πολιτών πέρα από τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς Αριστεράς-Δεξιάς – εκπροσωπεί μια κοινωνία που υπερασπίζεται την κοινωνική σταθερότητα, την ασφάλεια, την εθνική κουλτούρα και τις παραδόσεις και, πάνω απ’ όλα, την εθνική κυριαρχία. Η υπεράσπιση αυτών των αξιών είναι κάτι «επαναστατικό», έστω και μόνο επειδή αυτές τις συγκεκριμένες αξίες –κερδισμένες μέσα από μακρόχρονους αγώνες και εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών σε δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων– το κατεστημένο της ΕΕ σκοπεύει να τις εξαλείψει. Και ακριβώς αυτός ο «επαναστατισμός» είναι που έχει προσελκύσει τη νεολαία του Ην. Βασιλείου στις γραμμές του Κινήματος υπέρ του Brexit.
Αλλά ως ποιον ακριβώς βαθμό απειλεί στ’ αλήθεια αυτό το Κίνημα το ευρωενωσιακό κατεστημένο; Εάν η Βρετανία αποφασίσει να εγκαταλείψει την ΕΕ, είναι άραγε πιθανό να πυροδοτηθεί ένα φαινόμενο ντόμινο που θα οδηγούσε σε γενικευμένες εξόδους; Αν και ενδεχομένως υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτές τις σκέψεις, δε θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι το κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του, ιδιαίτερα προβλήματα, κι αυτό εμποδίζει τις ισοπεδωτικές γενικεύσεις. Τα κράτη-μέλη, κατά κάποιον τρόπο, ακολουθούν τα δικά τους χρονοδιαγράμματα. Παρ’ όλα αυτά, τα χρονοδιαγράμματά τους δεν είναι αεροστεγή συστήματα απρόσβλητα από ό,τι συμβαίνει στην ΕΕ ως σύνολο.
Ένα τουλάχιστον είναι βέβαιο: το κατεστημένο της ΕΕ φοβάται το Brexit. Μπορεί κανείς να το δει από τον τρόπο που το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει προσπαθήσει να το αποτρέψει. Είναι γνωστές οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις με τη βρετανική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 2016, όταν πρόσφεραν στο Ην. Βασίλειο ένα «ειδικό καθεστώς» εντός των πλαισίων της ΕΕ. Και πρέπει να σημειώσουμε τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε η Γερμανία στην προσπάθεια αποτροπής του Brexit.
Η ΕΕ, επίσης, μπορεί να δει ότι το Κίνημα υπέρ του Brexit έχει τη δύναμη να επαναπροσδιορίσει και να επανακαθιερώσει την πολιτική ισχύ των δημοψηφισμάτων. Ενώ οι γραφειοκράτες της ΕΕ έμεναν πάντα κουφοί απέναντι σε όλα τα δημοψηφίσματα –αγνοώντας τα αποτελέσματά τους σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η  Ιρλανδία και η Ελλάδα– αυτή τη φορά ξέρουν ότι μια νίκη του Brexit θα μπορούσε να ταράξει τα δομικά θεμέλια της ΕΕ.
Αλλά όποια κι αν είναι τα αντικειμενικά αποτελέσματα της 23ης Ιουνίου στο βρετανικό δημοψήφισμα, αυτό καθαυτό το Κίνημα υπέρ του Brexit αποτελεί  ένα κοινωνικο-πολιτικό γεγονός μέγιστων ιστορικών διαστάσεων. Η ίδια του η ύπαρξη συνιστά μια ψυχολογική εδραίωση των κινημάτων εναντίον της ΕΕ σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και προσφέρει μια τέτοια εδραίωση, επειδή το Brexit δεν είναι ένα φαινόμενο της στιγμής: πρέπει να γίνει κατανοητό ως μακροπρόθεσμο κίνημα που οργανώνει τον κόσμο σε επίπεδο «βάσης». Αυτή η ίδια η καμπάνια «από τα κάτω» έχει πάρει τη μορφή πολιτικής εκπαίδευσης, κάτι που έχει σχεδόν ξεχαστεί στον μετα-μοντέρνο κόσμο. Από τη δεκαετία του 1960 δεν έχει ξαναϋπάρξει τόσο μεγάλος αριθμός Βρετανών πολιτών που ζουν την εμπειρία μιας αίσθησης συλλογικότητας και μιας διαρκούς εκπαίδευσης σε οργανωτικές δεξιότητες. Ακόμα και ο Paul de Grauwe, του London School of Economics –ο ίδιος είναι εξόχως εχθρικός στην ιδέα ενός Brexit– δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί τη μονιμότητα του φαινομένου του Brexit. Ακόμα κι αν η καμπάνια υπέρ του Brexit αποτύχει, όπως υποστηρίζει, οι υποστηρικτές της δεν θα εγκαταλείψουν τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Έχει υποστηρίξει ακόμα κι ότι, ενόψει μιας αποτυχίας στο δημοψήφισμα, το Κίνημα υπέρ του Brexit είναι ικανό να καταστρέψει την ΕΕ εκ των έσω (λειτουργώντας ως «Δούρειος Ίππος», όπως το θέτει).

3. ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ BREXIT – ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Η ΜΕΤΑ ΤΟ 1989 ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΕ

Τόσο ο Brzezinski το 1997 όσο και ο Kissinger το 2014 έχουν καταδείξει το ιστορικό γεγονός ότι, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1989-1990, το γερμανικό κράτος επρόκειτο να αναδυθεί ως ηγεμονική δύναμη μέσα σε αυτό που είναι σήμερα η ΕΕ. Ο Brzezinski έχει υποστηρίξει ότι μια τέτοια ηγεμονία τής επιτρέπει να παρεμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περιοχή που παραδοσιακά πάντα την ενδιέφερε, την περιοχή που αναφέρεται ως Mitteleuropa. Ο Kissinger έχει τονίσει το γεγονός ότι η περίοδος μετά το 1989 είδε μια αλλαγή στις ισορροπίες του συνόλου των δυνάμεων της Ευρώπης, αλλαγή που σημαδεύτηκε από την ανάδυση της γερμανικής ηγεμονίας. Κάθε δομικός ή θεσμικός κανονισμός στο πλαίσιο της ΕΕ που είχε στόχο να περιορίσει τη δύναμη της Γερμανίας ακυρώθηκε από την ίδια την πραγματικότητα – και η πραγματικότητα ήταν πως η Γερμανία, για άλλη μια φορά, ήταν το πιο ισχυρό ευρωπαϊκό έθνος-κράτος.
Μπορούμε να προσθέσουμε εδώ μια σειρά παρατηρήσεων που αφορούν το ζήτημα της γερμανικής ηγεμονίας και των μορφών που παίρνει. Ενώ το πλαίσιό της ήταν η επανένωση της Γερμανίας (αυτό είχε καταστεί ήδη φανερό από την εποχή που ήρθε στην εξουσία η κυβέρνηση Σρέντερ το 1998), η πραγματική ώθηση θα ερχόταν στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο ρόλος της Γερμανίας ως γεω-οικονομικής και γεω-στρατηγικής δύναμης επρόκειτο να προωθηθεί σημαντικά την επομένη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, κι ενώ αυτή η κρίση διείσδυε στην Ευρώπη. Εδραιώθηκε κυρίως στις αρχές της κρίσης, από το 2005 και υπό την καγκελαρία της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία καγκελαρία σφυρηλατήθηκε σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο.
Πώς επρόκειτο η Γερμανία να χρησιμοποιήσει την οικονομική κρίση για να ενισχύσει την ηγεμονική της θέση; Εντός της Ευρωζώνης, τα εμπορικά της πλεονάσματα σήμαιναν ότι οι υπερχρεωμένες  χώρες θα εξαναγκάζονταν να μπουν στον φαύλο κύκλο του διαρκούς δανεισμού. Αυτό θα σήμαινε, περαιτέρω, ότι χάρη στο αδύναμο ευρώ η Γερμανία θα κατέληγε να απολαμβάνει αθέμιτα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα εις βάρος άλλων. Παρενθετικά, έχει κάποιο ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τέτοιου είδους πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού θα έπρεπε να αντιπαραβληθούν με τις υποτιθέμενες «αρχές» της ΕΕ για τις πρακτικές του ελεύθερου και δίκαιου εμπορίου. Στην πραγματικότητα, όλες οι «αρχές» της ΕΕ –συμπεριλαμβανομένων και όσων καλύπτουν τα «ανθρώπινα δικαιώματα»– έχουν καταλήξει να χρησιμοποιούνται ως ιδεολογικά εργαλεία που εξυπηρετούν την επιδίωξη συγκεκριμένων πολιτικών εκ μέρους της ελεγχόμενης από τη Γερμανία Ευρωπαϊκής Ένωσης (αλλά θα πρέπει να επανέλθουμε και στα όρια ενός τέτοιου «ελέγχου», κάτι που θα θέσει και το πλαίσιο της ανάδυσης του Κινήματος υπέρ του Brexit).
Τώρα, η ενδυνάμωση της γερμανικής ηγεμονίας επρόκειτο να οδηγήσει σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής. Όσον αφορά τον κόσμο ως σύνολο, η ηγετικού χαρακτήρα εξωτερική πολιτική της Γερμανίας φαίνεται να υπαγορεύεται από τη γραμματική της γεω-οικονομίας. Όσον αφορά συγκεκριμένα την Ευρώπη (το σύνολο της ηπείρου, μέχρι και το Κίεβο), μπορούμε να πούμε ότι η ηγετική της λογική συνίσταται σε  έναν συνδυασμό γεω-οικονομικής και γεω-πολιτικής επέμβασης.
Βαθιά ενσωματωμένη στον τρόπο σκέψης  του γερμανικού κράτους βλέπουμε μια «λογική» που θυμίζει έντονα Clausewitz: στον μετα-μοντέρνο κόσμο, η λογική του πολέμου μεταφράζεται στη γραμματική του εμπορίου. Αλλά, προχωρώντας πιο πέρα, η λογική του πολέμου μπορεί επίσης να μεταφραστεί στη γραμματική της πολιτικής επέμβασης (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, αν και όχι μόνο). Και πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, η λογική του πολέμου μεταφράζεται στη γραμματική του ιδεολογικού λόγου [discourse] («πολιτική ορθότητα» και «πολυπολιτισμικότητα»). Φυσικά, η λογική του πολέμου μπορεί επίσης να μεταφραστεί και στη γραμματική του ίδιου του πολέμου (όπως συνέβη στην Ουκρανία). Γενικά μιλώντας, μπορεί να πει κανείς ότι η σταδιακή ανάδυση μιας γεω-οικονομικής και γεω-πολιτικής Γερμανίας σημαίνει ότι αυτό το έθνος-κράτος έχει καταλήξει να οργανώνει τις πολιτικές του, τόσο εντός της ΕΕ όσο και διεθνώς, γύρω από έναν κεντρικό άξονα – τον άξονα των εθνικών της συμφερόντων. Κινείται, όπως έχουν υποστηρίξει ο αναλυτής K. Kausch και άλλοι, «ακολουθώντας την επιδίωξη στενά εθνικών συμφερόντων». Αυτή η «στενότητα» εν τέλει θα μεταλλαχθεί σε μια μορφή Κρατικού Εθνικισμού.
Αυτό ακριβώς είναι το σκηνικό –ένα μετα-μοντέρνο,  κλαουζεβιτσικό θέατρο «πολέμου»– όπου αναδύεται το Κίνημα υπέρ του Brexit. Όπως θα δούμε, αυτό που επέτρεψε την ανάδυση ενός τέτοιου Κινήματος δεν είναι παρά οι εσωτερικές αντιφάσεις αυτού του θεάτρου – με άλλα λόγια, της ίδιας της ΕΕ.

3. ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ, ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Είναι γνωστό ότι η ΕΕ συνιστά έναν αστερισμό εσωτερικών αντιφάσεων. Μία από αυτές είναι η άνιση οικονομική ανάπτυξη που διατρέχει ολόκληρη την ήπειρο, και η οποία έχει αποφέρει έναν καταμερισμό εργασίας που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα προηγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς στο ένα άκρο της κλίμακας και εξαρτημένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς στο άλλο άκρο. Υπάρχουν επίσης μέγιστες διαφορές σε όλη την ήπειρο όσον αφορά τις πολιτισμικές και ιδεολογικές πρακτικές, που όλες εκφράζουν διαφορετικά ιστορικά υπόβαθρα. Αλλά το ουσιώδες εδώ είναι ότι όλες αυτές οι αντιφάσεις και οι διαφορές έρχονται να συγχωνευτούν και να πραγματωθούν εντός των διαφορετικών εθνών-κρατών που συναποτελούν την ΕΕ.
Οι συνέπειες είναι φανερές για κάθε προσεκτικό παρατηρητή: μπορεί κανείς να δει ότι η ΕΕ χαρακτηρίζεται από μια σειρά διαχωριστικών γραμμών που περιγράφονται γεωγραφικά και που συνεχώς απειλούν τη δομική της ενότητα. Μπορεί κανείς να μιλήσει για μια κρίσιμη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μπορεί κανείς επίσης να μιλήσει για άλλη μία κρίσιμη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Βορρά και Νότου. Τέτοιου είδους διαχωρισμοί είναι αρκετά γνωστοί. Αλλά μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για έναν διαχωρισμό μεταξύ Δύσης και Νότου, κ.ο.κ. Η Βρετανία, για παράδειγμα, δεν έχει θελήσει (πράγμα αρκετά φυσικό) να συμμετάσχει σε μέτρα που στοχεύουν στην προστασία του ευρώ σε περιπτώσεις χρηματοπιστωτικών κρίσεων που έχουν πλήξει χώρες της νότιας Ευρώπης. Επιπλέον, η Βρετανία έχει έρθει σε σύγκρουση (πράγμα και πάλι αρκετά κατανοητό) με χώρες της ανατολικής Ευρώπης πάνω στο ζήτημα των μεταναστών που προέρχονται από εκείνη την περιοχή και των δικαιωμάτων που αυτοί απολαμβάνουν όσον αφορά το κράτος πρόνοιας. Μία ακόμα συγκρουσιακή σχέση, προσδιορισμένη και πάλι γεωγραφικά και που εμπλέκει έθνη-κράτη, αναδύθηκε όταν οι ψηφοφόροι στο ολλανδικό δημοψήφισμα του Απριλίου 2016 απέρριψαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τις στενότερες σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας.
Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι η γερμανική ηγεμονία στο πλαίσιο της ΕΕ έχει βασιστεί σε μια διαρκή χειραγώγηση αυτών των πολλαπλών αντιφάσεων – χρησιμοποιώντας την οικονομική της ισχύ και τη συνεπακόλουθη πολιτική της επιρροή, έχει καταλήξει να υιοθετήσει τον ρόλο του «συντονιστή», του «οργανωτή» και του «διαμεσολαβητή»  μέσα σε αυτόν τον ευρωπαϊκό αστερισμό αντιφάσεωνi. Και ακριβώς αντιπαραθέτοντας την κάθε χώρα έναντι κάποιας άλλης επιβεβαιώνει την πολιτική της ηγεμονία.
Αλλά τα πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν και αντίστροφα: τόσο η πολλαπλότητα των αντιφάσεων όσο και ο χειρισμός τους μπορούν να γυρίσουν μπούμερανγκ. Μπορεί να πει κανείς ότι το Κίνημα υπέρ του Brexit καταδεικνύει ακριβώς αυτές τις αντιφάσεις και ακριβώς αυτόν τον χειρισμό τους εκθέτοντας τις ανεπάρκειες και τους κινδύνους της ΕΕ.  Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κινήματα ενάντια στην ΕΕ που έχουν αναπτυχθεί συνολικά στην Ευρώπη. Η λαϊκή δυσαρέσκεια προς την ΕΕ –όχι μόνο όσον αφορά την τελική της ολοκλήρωση, αλλά και τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης μιας τέτοιας υπερεθνικής δομής– ολοένα και εντείνεται.

4. ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ Η ΛΑΪΚΗ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Είναι γνωστό ότι παραδοσιακά η ΕΕ προσπαθεί να «ενσωματώσει» τους λαούς της Ευρώπης μέσω των γραφειοκρατικών της δομών και τη συνεχή ενίσχυση κι επέκταση των διάφορων διοικητικών της οργάνων. Στον βαθμό που έχουμε ένα ξέσπασμα λαϊκής ευρω-σκεπτικιστικής δυσαρέσκειας σε μια σειρά από έθνη-κράτη, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια «επιβεβλημένη ενσωμάτωση», η οποία έχει οδηγήσει σε ένα σημαντικό «δημοκρατικό έλλειμμα» εντός των ευρωπαϊκών κρατών-μελών.
Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι καμία δυσαρέσκεια δεν μπορεί να ρυθμιστεί και να απορροφηθεί μέσω απλώς και μόνο γραφειοκρατικών δομών (ή ακόμα και μέσω της εφαρμογής μιας ολόκληρης σειράς εργαλείων παρέμβασης στην οικονομία). Στην πραγματικότητα, η δύναμη της ΕΕ εκδηλώνεται στη διατήρηση ισορροπιών μεταξύ αφενός του γραφειοκρατικού ελέγχου/οικονομικών εργαλείων και, αφετέρου, την οργάνωση της ιδεολογικής της ηγεμονίας μέσω τοπικών ελίτ που είναι υπέρ της ΕΕ και δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο των εθνών-κρατών. Αυτές οι τοπικές ελίτ είναι που ελέγχουν σημαντικές δομές διάχυσης της ιδεολογίας όπως τα ΜΜΕ.
Η βρετανική κοινωνία γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο που λειτουργούν αυτά τα ΜΜΕ με στόχο ένα «πρότζεκτ διασποράς φόβου», τρομοκρατώντας τον κόσμο όσον αφορά τις πιθανές συνέπειες ενός Brexit (η ελληνική κοινωνία των πολιτών έχει μεγάλη εμπειρία από παρόμοιες, δυνητικά τραυματικές ιδεολογικές τακτικές). Και, επιπλέον, γνωρίζουμε επίσης πως οποιαδήποτε ευρωσκεπτικιστική (ή πατριωτική) θέση απορρίπτεται συστηματικά ως είτε «ακροδεξιός εξτρεμισμός» είτε ακόμα και ως «φασισμός».

5. ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Η άσκηση της γερμανικής ηγεμονίας πάνω στους λαούς των εθνών-κρατών της Ευρώπης έχει τα όριά της – οι παράγοντες που την περιορίζουν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: α) τους εγγενείς περιορισμούς της χρήσης γραφειοκρατικών μηχανισμών για την επιβολή πολιτικών της ΕΕ, οι οποίοι γίνονται εμφανείς όσο χρησιμοποιούνται πρόδηλα αντι-δημοκρατικές μέθοδοι, β) το ίδιο το γεγονός ότι παραμένει μια αμείωτη ανθεκτικότητα των εθνών-κρατών και ειδικά της συνείδησης περί έθνους-κράτους, παρά τις προσπάθειες για «ενσωμάτωση», γ) την απειλή της μετανάστευσης (βλ., για παράδειγμα, όσα έχουν ειπωθεί για τη χορήγηση βίζας σε 75 εκατομμύρια Τούρκους, κτλ.), δ) τη συνεπακόλουθη κρίση της πολυπολιτισμικότητας,  ε) ίσως το πιο σημαντικό, μια προκλητική απροθυμία –εκ μέρους της ΕΕ– να προωθήσει και να στηρίξει παραδοσιακές δυτικές αξίες, πράγμα που συμβάλλει σε έναν μάλλον εμφανή πολιτισμικό αντι-δυτικισμό (οι πιθανές συνέπειες του οποίου έχουν συζητηθεί με μεγάλη διορατικότητα από τον ίδιο τον Κίσινγκερ, ο οποίος τον συνδέει με την ιδεολογική αρχή της «ανοχής»).
Αλλά εάν αυτοί οι παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τα όρια της ηγεμονίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο –όρια που ισχύουν άνισα από χώρα σε χώρα– υπάρχουν ακόμα πιο συγκεκριμένοι παράγοντες που προσιδιάζουν στη βρετανική κοινωνία των πολιτών και οι οποίοι θα μπορούσαν, δυνητικά, να ξεσκεπάσουν οποιεσδήποτε ηγεμονικές βλέψεις εκ μέρους του ιδεολογικού λόγου (discourse) της ΕΕ – η δυνατότητα αυτού του ξεσκεπάσματος είναι που γέννησε ένα κίνημα σαν το Brexit. Στην περίπτωση του Ην. Βασιλείου, τα όρια της ηγεμονίας της ΕΕ προδιαγράφονται από το ειδικό βάρος αυτής της χώρας και, συνεπώς, από το ειδικό βάρος της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών της. Στο επίπεδο της ιδεολογίας και της κουλτούρας, μπορεί κανείς να απαριθμήσει διάφορους παράγοντες που επιτρέπουν στην κοινωνία των πολιτών του Ην. Βασιλείου να αξιώσουν την ανεξαρτησία τους έναντι της ΕΕ, γεγονός που βεβαίως σχετίζεται με την ίδια την ιστορία της Βρετανίας: α) η βαθιά παράδοση των αγώνων της ως λαού, είτε επρόκειτο για μια συγκεκριμένα εθνική εργατική τάξη (την οποία τόσο ιδιοφυώς περιγράφει ο ιστορικός E.P. Thompson) είτε για τον ρόλο του, γνωστό τοις πάσι, στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, β) τη μακρά της παράδοση ως διεθνούς δύναμης, που ανιχνεύεται ακόμα στη μορφή της Κοινοπολιτείας (Royal Commonwealth Society – RCS), την οποία συγκροτούν 53 ανεξάρτητα κράτη, γ) τη βαθιά εθνική και πολιτισμική της συνείδηση, που εκτείνεται από τον Σαίξπηρ μέχρι τους Beatles. Η τεράστια πλειοψηφία των Βρετανών έχουν πλήρη επίγνωση της παγκόσμιας επιρροής που είχε η βιομηχανική τους επανάσταση όπως και του παγκόσμιου κύρους της γλώσσας τους. Τέτοια καθοριστικά χαρακτηριστικά ενός λαού μπορούν να τον ενδυναμώσουν έτσι ώστε να αμφισβητήσει οποιαδήποτε επέμβαση προέρχεται από τις γραφειοκρατικές αποφάνσεις της ΕΕ.
Εννοείται ότι όλα αυτά δεν γράφονται με πρόθεση να μειωθεί η ιστορία και η κουλτούρα των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης. Όμως το ζήτημα εδώ είναι ότι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, η εθνική συνείδηση των Βρετανών συνίσταται και ενισχύεται από το γεγονός ότι η χώρα τους διατήρησε πάντα τις αποστάσεις της από την ΕΕ και κυρίως από την Ευρωζώνη. Αυτός ο συνδυασμός εθνικής συνείδησης και αποστάσεων από την ΕΕ είναι που γεννά το ειδικό βάρος της βρετανικής κοινωνίας των πολιτών.
Και ο Κίσινγκερ και, ιδιαίτερα, ο Μπρεζίνσκι έχουν καταδείξει αυτή τη σχετική απόσταση της Βρετανίας από την ΕΕ. Ακόμα και πίσω στο 1953, ο επίσημος εκπρόσωπος της Βρετανίας στη Συνδιάσκεψη της Μεσσίνας, ο σερ Roy Denman, θα απευθυνόταν στους αρχιτέκτονες της ΕΕ με τα εξής λόγια: «au revoir et bonne chance» – «εις το επανιδείν και καλή τύχη». Η σχετική αυτονομία, και ειδικά το γεγονός ότι η Βρετανία θα έμενε στο δικό της νόμισμα, ενδυναμώνει το ειδικό βάρος της ίδιας της βρετανικής κοινωνίας των πολιτών. Είναι αυτή η πραγματικότητα που συνιστά το σημείο εκκίνησης του Κινήματος υπέρ του Brexit.

6. ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ BREXIT, ΚΑΙ ΤΟ UKIP

Οπωσδήποτε υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων που έχουν καταλήξει να συγκροτούν το Κίνημα υπέρ του Brexit. Κι όμως, τουλάχιστον στο ιδεολογικό πεδίο, συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να πει ότι το UKIP είναι αυτό που έχει ορίσει την ατζέντα για την έξοδο από την ΕΕ. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι συνιστά την πλέον πρωτοποριακή δύναμη πίσω από αυτό το Κίνημα.
Λέγεται συχνά ότι αυτοί που ανάγκασαν τον Κάμερον να προχωρήσει με το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου ήταν η ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα των Συντηρητικών. Αλλά πρέπει κανείς να καταλάβει ότι τόσο το UKIP όσο και το Κόμμα των Συντηρητικών έχουν βρεθεί στην κορυφή ενός κύματος μαζικού, λαϊκού ευρωσκεπτικισμού που αναγκάζει σχεδόν τους πάντες στην πολιτική σκηνή να προσαρμοστούν ανάλογα (ο τρόπος προσαρμογής εκ μέρους του Κόμματος των Εργατικών απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση). Ξέρουμε ότι η έκθεση του NatCen Social Research για το 2015 βρήκε ότι το 63% των Βρετανών τείνουν να είναι ευρωσκεπτικιστές. Ενώ η ελίτ του Κόμματος των Συντηρητικών δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα, το UKIP είχε αρθρώσει ήδη έναν συνεκτικό ευρωσκεπτικιστικό λόγο που, προφητικά, επρόκειτο να αντικατοπτρίσει την επικείμενη ψυχολογία που γεννήθηκε «από τα κάτω».
Επιπλέον, το UKIP έχει μπορέσει να εκφράσει μια θετική, λαϊκή ιδεολογία δυναμικού πατριωτισμού που πηγαίνει πολύ μακρύτερα από απλώς μια αρνητική δυσαρέσκεια για τις αποτυχίες της ΕΕ. Έχει διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην «οργάνωση» της αυθόρμητης ανάδυσης της εθνικής συνείδησης, τονίζοντας τη σημασία της πολιτισμικής συνοχής – και ως εκ τούτου εκθέτοντας την ιδεολογία της ΕΕ περί πολυπολιτισμικότητας. Εξίσου σημαντικό, το κίνημα του UKIP έχει μείνει μακριά από τον ρατσισμό και οποιουδήποτε είδους «ρητορικής του μίσους» – κι έτσι, στην πολιτική διαμάχη παίζει έναν ρόλο που συμβάλλει στην ενότητα τουλάχιστον εκείνου του μέρους της κοινωνίας που αντιτίθεται με μύριους τρόπους στην ΕΕ.

7. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Τόσο το ευρύτερο Κίνημα υπέρ του Brexit στο επίπεδο του απλού κόσμου όσο και το ίδιο το UKIP εκφράζουν έναν ιδεολογικό λόγο μεταγενέστερο του 20ού αιώνα – αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ένας λόγος πέρα από τον παραδοσιακό διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς. Ο κοινός στόχος για εθνική ανεξαρτησία έχει μεταφραστεί σε μια ντε φάκτο συμμαχία ανάμεσα στο UKIP, την αντι-ΕΕ πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος και ενός σημαντικού μπλοκ εντός του Κόμματος των Εργατικών που είναι ξεκάθαρα εναντίον της ΕΕ (και που ως εκ τούτου παραμένει συνεπές με το Μανιφέστο των Εργατικών του 1979 εναντίον της ΕΟΚ). Η υπέρβαση της διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς στον ιδεολογικό λόγο του Κινήματος υπέρ του Brexit το καθιστά ένα κατεξοχήν κίνημα του 21ου αιώνα – οι αγώνες που θα δοθούν αυτό τον αιώνα δεν μπορούν παρά να σχετίζονται με την καταστροφή ή τη διάσωση των εθνών-κρατών (η ανωτερότητα των εθνών-κρατών ως κυρίαρχων, ανεξάρτητων οντοτήτων χρονολογείται, τουλάχιστον θεωρητικά, πίσω στη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1648, κι από τότε έχει αποτελέσει μια γεω-πολιτική «Τάξη» που σήμερα αμφισβητείται από την επιλεγόμενη «Νέα Τάξη Πραγμάτων»).
Το Κίνημα υπέρ του Brexit περιλαμβάνει και ένα τμήμα του Κόμματος των Εργατικών. Λέγεται ότι αυτό το μπλοκ, που αντιτίθεται στην ΕΕ, αποτελεί μειοψηφία, αν και συνιστά ένα αρκετά σημαντικό ρεύμα, σημαντικό τουλάχιστον για ιδεολογικούς λόγους. Η Kate Hoey, βουλευτής του Κόμματος των Εργατικών από το 1989 και κάποτε μέλος του International Marxist Group, έχει δηλώσει ότι περίπου το 40% των υποστηρικτών του Κόμματος των Εργατικών τάσσονται υπέρ της εξόδου από την ΕΕ. Από την άλλη μεριά, το Trades Union Congress έχει δηλώσει επισήμως ότι αντιτίθεται στο Brexit. Λέγεται ότι οι υποστηρικτές του Κόμματος των Εργατικών βρίσκονται σε σύγχυση.
Ποια είναι η βασική θέση του μπλοκ του Κόμματος των Εργατικών που αντιτίθεται στην ΕΕ; Αυτή η ομάδα βλέπει το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό ως ουσιαστικά φτηνή εργατική δύναμη, και υποστηρίζει ότι η ΕΕ θέλει να καταστήσει αυτό το εργατικό δυναμικό εύκολα διαθέσιμο σε όλη την Ευρώπη και στο Ην. Βασίλειο υπέρ των συμφερόντων πολυεθνικών εταιρειών (συνδέει, έτσι, το θέμα της μετανάστευσης με τα σχέδια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Ως εκ τούτου, το μπλοκ αυτό είναι υπέρ των συνοριακών ελέγχων. Μια τέτοια θέση, φυσικά, έχει κοινά σημεία με βασικές θέσεις του UKIP. Όπως και η μειοψηφία του Κόμματος των Εργατικών, το UKIP έχει υποστηρίξει ότι οι συνοριακοί έλεγχοι είναι απαραίτητοι για το Ην. Βασίλειο εάν πρόκειται να υπάρξει επιλογή ως προς το ποιοι μετανάστες γίνονται δεκτοί. Μια τέτοια επιλογή θα συνέβαλλε, μεταξύ άλλων, στην προστασία των μισθών των Βρετανών εργαζομένων – λέγεται ότι από το 2004 η μείωση της αμοιβής των εργαζομένων φτάνει το 10%, κι αυτό οφείλεται στο ότι χρησιμοποιείται υπερβολικά φτηνό εργατικό δυναμικό από τη δεξαμενή των μεταναστών ακριβώς για να επιτευχθεί η μείωση των μισθών. Τόσο για το μπλοκ του Κόμματος των Εργατικών όσο και για το UKIP, για να προληφθούν τέτοιες μειώσεις η μετανάστευση θα πρέπει να περιοριστεί μόνο σε εξειδικευμένους εργάτες.
Τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα της «προστασίας» των εργαζομένων, συνεπώς, βλέπουμε μια ουσιαστική σύγκλιση πολιτικής μεταξύ της παραδοσιακής Αριστεράς και του UKIP. Η θέση του UKIP για το ζήτημα των Βρετανών εργαζομένων δηλώνεται στο Μανιφέστο του κόμματος ως εξής: «Η προσέγγισή μας … αφορά την αποκατάσταση κινήτρων για τους εργαζόμενους μειώνοντας τους φόρους και καταργώντας τη σημερινή συμφωνία των “ανοιχτών πυλών” για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους, συμφωνία που τα τελευταία χρόνια έχει καταλήξει σε μείωση των μισθών».
Υπάρχει άλλη μία εξαιρετικά σημαντική σύγκλιση μεταξύ του Κόμματος των Εργατικών και του UKIP: και τα δύο αντιτίθενται στις μη-δημοκρατικές δομές και πρακτικές της ΕΕ. Η Hoey υποστηρίζει με συνέπεια ότι η θέση της εναντίον της ΕΕ έχει στόχο να υπερασπιστεί τα δημοκρατικά δικαιώματα των Βρετανών εργαζομένων – η «κυβέρνηση» της ΕΕ, όπως τονίζει, δεν εκλέγεται και δεν μπορεί να απομακρυνθεί. Η βρετανική κοινωνία των πολιτών πρέπει να επαναφέρει το δικαίωμά της να εκλέγει τους αντιπροσώπους της, κι αυτοί οι αντιπρόσωποι θα έπρεπε να λογοδοτούν στο εκλογικό τους σώμα. Είναι γνωστή σε όλη την Ευρώπη η έμφαση που δίνει σε αυτό και το UKIP – τουλάχιστον όσον αφορά την έννοια της λογοδοσίας.
Το ζήτημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» εντός των πλαισίων της ΕΕ έχει επίσης τεθεί κι από την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Κόμματος των Συντηρητικών. Όπως και το UKIP, το μπλοκ του Κόμματος των Συντηρητικών που είναι εναντίον της ΕΕ δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη να διασωθεί η ανεξαρτησία του Ην. Βασιλείου ως έθνους-κράτους, πράγμα που θα σήμαινε την αποδέσμευσή του από τα παρεμβατικά και αντιδημοκρατικά δεσμά της γραφειοκρατίας της ΕΕ. Έχει υιοθετήσει μια τέτοια πολιτική ακριβώς επειδή οι επιλογές του είναι λίγες: πρέπει να προσαρμοστεί στα αυθόρμητα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα πολλών εκ των υποστηρικτών του. Ο ίδιος ο Boris Johnson, ο πασίγνωστος «One-Nation Tory», έχει υιοθετήσει μια ευρωσκεπτικιστική θέση, υποστηρίζοντας ότι το Ην. Βασίλειο υφίσταται μια σταδιακή και αθέατη διαδικασία «αποικιακής κατάκτησης» την οποία απεργάζεται εις βάρος του η ΕΕ.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι ελίτ του Κόμματος των Συντηρητικών φοβούνται το Κίνημα υπέρ του Brexit, όπως επίσης φοβούνται τα ποικίλα ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα στις ίδιες του τις γραμμές, που μπορούν να λειτουργήσουν ως εν δυνάμει συγκοινωνούντα δοχεία με την ιδεολογία του UKIP. Πάνω απ’ όλα, συνεπώς, φοβούνται την εσωτερική διάσπαση – ακριβώς γι’ αυτό, τα όργανα του κόμματος των Συντηρητικών έχουν αποφασίσει να μη συμμετέχουν με αυτή τους την ιδιότητα, ενεργά, στην καμπάνια του δημοψηφίσματος. Για να εκτιμήσουμε την έκταση που θα μπορούσε να λάβει μια τέτοια εσωτερική διαίρεση, μπορούμε να παραθέσουμε στοιχεία δημοσιευμένα στις 28 Φεβρουαρίου – σύμφωνα με αυτά, από τους 331 βουλευτές του Κόμματος των Συντηρητικών, οι 160 υποστηρίζουν την παραμονή στην ΕΕ, οι 151 την έξοδο, και 20 παραμένουν αναποφάσιστοι. Ακόμη και στο Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του Κάμερον, εφτά από τους υπουργούς είναι –ή έτσι ισχυρίζονται– υπέρ του Brexit. Αντανακλώντας το λαϊκό αίσθημα εναντίον της ΕΕ, η αντίστοιχη πτέρυγα του Κόμματος των Συντηρητικών παραμένει εξαιρετικά ισχυρή – ενόψει της πιθανότητας το Κίνημα υπέρ του Brexit να χάσει στο δημοψήφισμα, αυτή η λαϊκή ιδεολογία που έχει γεννηθεί «από τα κάτω» θα μπορούσε να σφυρηλατήσει βαθύτερους, αόρατους δεσμούς με το UKIP, με κοινό στόχο να υπονομεύσουν μακροπρόθεσμα την ηγεμονία της ΕΕ. Οι συντηρητικοί που είναι εναντίον της ΕΕ θα μπορούσαν ακόμα και να συνεργαστούν με στοιχεία της Αριστεράς ώστε να απομονώσουν το μπλοκ του Κάμερον. Γενικά μιλώντας, οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς-Δεξιάς συναντιούνται, και μπορεί να αποκλίνουν ή να διασταυρώνονται αντιδρώντας στο μόνιμο ζήτημα – αυτό της διάσωσης της εθνικής ανεξαρτησίας.

8. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ» ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Εκτός από το να λάβει κανείς υπόψη του τα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας των πολιτών, θα πρέπει να κατανοήσει το Κίνημα υπέρ του Brexit και σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα που είτε το υποστηρίζουν είτε διάκεινται εχθρικά απέναντί του.
Ποια είναι η θέση των διάφορων τμημάτων του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στο Ην. Βασίλειο αναφορικά με το Brexit? Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η Καμπάνια υπέρ της παραμονής (Remain Campaign) χρηματοδοτείται, κυρίως, από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο: η Goldman Sachs, η HSBC, το Bloomberg, η Morgan Stanley και η Citigroup είναι υπέρ της παραμονής του Ην. Βασιλείου στην ΕΕ. Χρηματοδοτούν και υποστηρίζουν ανοιχτά την καμπάνια υπέρ της ΕΕ. Οι υποστηρικτές περιλαμβάνουν επίσης το ΔΝΤ και, φυσικά, τη Siemens.
Σε ευθεία αντίθεση, το Κίνημα υπέρ του Brexit υποστηρίζεται από σημαντικά τμήματα των ενδογενών μικρών επιχειρήσεων. Αλλά η υποστήριξη προς το Brexit πηγαίνει και πιο πέρα: λέγεται ότι ο συνιδρυτής της Hargreaves Lansdown είναι ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της καμπάνιας εναντίον της ΕΕ, ενισχύοντάς τη με 3,2 εκατομμύρια λίρες. Ο κολοσσός στον χώρο των ασφαλίσεων Arron Banks, που είναι και συνιδρυτής του Leave EU, λέγεται ότι έχει δωρίσει 6 εκατομμύρια λίρες.
Είναι πολύπλοκο –εφόσον λείπουν οι απαραίτητες πληροφορίες– να προσδιορίσουμε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διάφορων τμημάτων του κεφαλαίου που τοποθετούνται υπέρ ή κατά του Brexit. Πολύ γενικά, μπορεί κανείς να δει μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του βρετανικού εγχώριου κεφαλαίου από τη μια μεριά, κι από την άλλη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ένα φαίνεται να είναι σαφές: σημαντικά τμήματα του ενδογενούς βρετανικού κεφαλαίου θέλουν να «προστατέψουν» τα συμφέροντά τους έναντι των παγκόσμιων πολυεθνικών εταιρειών (και εμφανίζονται καχύποπτα απέναντι στις προθέσεις των τελευταίων όσον αφορά τη συμφωνία TTIP).

9. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ – ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Αγνοώντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας των πολιτών –και ιδίως αυτά που ανήκουν στην επονομαζόμενη «Αριστερά»–, η ηγεσία του Κόμματος των Εργατικών έχει επιλέξει να συνασπιστεί με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο όσον αφορά την αντίθεσή του στο Κίνημα υπέρ του Brexit. Με αυτό τον τρόπο έχει επίσης επιλέξει να αγνοήσει τα συμφέροντα των μικρών βρετανικών επιχειρήσεων. Αναρωτιέται κανείς πώς θα εκτιμήσει ο ιστορικός του μέλλοντος μία από τις πιο ανίερες συμμαχίες που έχει σχηματιστεί ποτέ με στόχο να υποστηριχθεί η γραφειοκρατία της ΕΕ – ο Jeremy Corbyn και ο Ed Miliband (γιος του λαμπρού μαρξιστή ακαδημαϊκού Ralph Miliband) έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τον Κάμερον, τη Μέρκελ και τον Ομπάμα προς υπεράσπιση της ΕΕ. Ο «κομμουνιστής» ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ είχε ήδη μιλήσει για «Το τέλος του σοσιαλισμού» στο έργο του «Η εποχή των άκρων» (κεφάλαιο XVI), που το τοποθετούσε στη δεκαετία του 1980. Το 1994, μπορούσε να διαισθανθεί ότι ο 21ος αιώνας επρόκειτο να είναι αρκετά απρόβλεπτος. Αλλά μόνο κάποιος απολύτως κυνικός θα μπορούσε ίσως να είχε προβλέψει μια συμμαχία μεταξύ του Κόμματος των Εργατικών και της ελίτ του Κόμματος των Συντηρητικών, την εκπρόσωπο του γερμανικού κρατικού εθνικισμού και τον εκπρόσωπο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οπωσδήποτε αυτή η συγκυρία επιβεβαιώνει περαιτέρω ότι οι διαχωριστικές γραμμές του 20ού αιώνα μεταξύ Αριστεράς-Δεξιάς είναι περίπου παρελθόν. Όπως το έχει θέσει ο Joshua Landis, του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο μοντέρνο από τον εθνικισμό». Το Κίνημα υπέρ του Brexit, φυσικά, είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της μετα-μοντέρνας πραγματικότητας. Και η ουσία αυτής της πραγματικότητας είναι ότι το δημοκρατικό έθνος-κράτος –όπως έχει βιωθεί από την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών έως τώρα– αποτελεί πλέον ξεκάθαρα ένα διακύβευμα. Η αναζωογόνηση της εθνικής συνείδησης είναι σχεδόν προβλέψιμη.

Παναγιώτης Τουρίκης («Νίκος Βλάχος») 12/6/2016

Follow by Email
LINKEDIN
Share