Οι Ξυπόλυτοι ήρωες είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που θεματοποιεί την κατοχική Θεσσαλονίκη γενικότερα αλλά και, ειδικότερα, τη μαζική εξόντωση των Εβραίων κατοίκων της. Ωστόσο, τα ποικίλως εστιασμένα και ποικίλως δοσμένα συγγραφικά προϊόντα που έχουν αντλήσει την έμπνευσή τους από την τραγωδία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είναι αναρίθμητα, και η ιδιαίτερη δύναμη αυτού του μυθιστορήματος δεν είναι το θέμα του. Η δύναμή του βρίσκεται πρωτίστως στην ποιότητα της γραφής του, φανερώνοντας μια συγγραφική δεξιοτεχνία που θα μπορούσε να στραφεί σε οποιοδήποτε θέμα επέλεγε η συγγραφέας με ανάλογα αποτελέσματα.
Ο τρόπος που προσλαμβάνουμε σε μια συγκεκριμένη εποχή ένα μυθιστόρημα αναπόφευκτα επηρεάζεται και από το λογοτεχνικό του περιβάλλον. Ως αναγνώστες είμαστε ήδη «πληροφορημένοι» για τρόπους γραφής και για τάσεις της εποχής μας. Έτσι, όταν προσπαθεί κανείς να προσδιορίσει τι είναι αυτό που τον έκανε να απολαύσει ένα βιβλίο, συχνά έρχονται στον νου και αποφατικές δηλώσεις. Καταρχήν, λοιπόν, οι Ξυπόλυτοι ήρωες εντυπώνονται ως ένα έργο στο οποίο ο αναγνώστης απαλλάσσεται από την παρουσία του συγγραφέα με τη μορφή του «συγγραφικού άγχους» – ένα άγχος, κεκαλυμμένο ως νομίζουν συχνά οι δημιουργοί, που πολλές φορές συναντάμε στη σύγχρονή μας λογοτεχνία και που αφορά την επινόηση ενός τάχα καινούριου αφηγηματικού τεχνάσματος, μιας κάποιου είδους καινοτομίας που θα προσδώσει αυτή καθαυτή βάρος στο μυθιστόρημα. Στους Ξυπόλυτους ήρωες η Αλεξάνδρα Μητσιάλη επιλέγει την τριτοπρόσωπη γραφή του «παντεπόπτη συγγραφέα», η ίδια εξαφανίζεται κι αρχίζουν να εμφανίζονται μπροστά μας πρόσωπα και καταστάσεις που εμείς δε γνωρίσαμε ποτέ αλλά που αναγνωρίζουμε. Και με αυτό τον τρόπο, η Αλεξάνδρα Μητσιάλη μας κάνει να σκεφτούμε ότι, ενάντια σε διάφορες βροντώδεις διακηρύξεις, οι παραδοσιακοί τρόποι γραφής δεν έχουν χρεοκοπήσει, αρκεί να έχουμε στ’ αλήθεια κάτι να πούμε και να ξέρουμε όχι μόνο πώς να το γράφουμε, αλλά και πώς να το κοιτάμε.
Γιατί στους Ξυπόλυτους ήρωες η συγγραφέας πρώτα κοιτάζει και ύστερα ρίχνει το συγγραφικό της ταλέντο –αδιαμφισβήτητο– στο κανάλι που επιλέγει. Κοιτάζει τον τρόπο που περπατάει κάποιος, τον τρόπο που διστάζει, που σπρώχνει μια βάρκα, που τρέχει, που λαγοκοιμάται, που ζεσταίνεται, που έχει ψευδαισθήσεις, που αγαπά, που παρακαλά, που προστάζει. Κοιτάζει τον τρόπο που ένας νεαρός παίζει ανάμεσα στα δόντια του ένα κοτσανάκι μέντας, και τα κόκκινα μάγουλα μιας νεαρής κοπέλας όταν χαμηλώνει δειλά το βλέμμα της σε κάτι παλαιικά, για μας, ασπρόμαυρα πλακάκια.
«Μα η Σταυρούλα δεν μπήκε στην κάμαρα όπου ήτανε και τα υπόλοιπα παιδιά. Έμεινε εκεί πίσω από την εξώπορτα και πλησίασε τον Τάκη. Κι η ανάσα του, μυρωμένη από ένα κοτσανάκι μέντας που ’χε κόψει από τον κήπο της γιαγιάς κι ακόμα το μασούλαγε, έπεφτε στα τσίνορά της ζεστή και την αναστάτωνε. Η Σταυρούλα κοίταξε το ασπρόμαυρο πλακάκι του χολ για να πάρει κουράγιο.
—Ο Άρης είπε ότι όλοι οι Εβραίοι πάνε κάπου που δεν είναι για καλό και να σώσουμε όσους μπορούμε, μόνο να μην κάνουμε θόρυβο, έτσι παράγγειλε, μετέφερε τα λόγια του Άρη αυτολεξεί η Σταυρούλα.
Ο Τάκης την άκουσε. Κοίταγε κι αυτός το ασπρόμαυρο πλακάκι με τους ρόμβους και τα εξάγωνα. Κοίταγε και το πορτοκαλί ύφασμα στη φούστα της Σταυρούλας. Την ίδια τη Σταυρούλα όμως δε σήκωσε τα μάτια του να τη δει».
Κι έπειτα η συγγραφέας αποφασίζει, αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που συνέλεξε το βλέμμα της να τις ρίξει πίσω στο παρελθόν, στη Θεσσαλονίκη του 1942-1943 και σε όσα σημάδεψαν εκείνες τις μέρες. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν εκείνες τις μέρες είναι γνωστά και τραγικά. Όμως η συγγραφέας βρίσκει τον πλέον κατάλληλο τρόπο να τα αναδείξει, τοποθετώντας τα πίσω, στη σκηνογραφία μιας παράστασης ζωής, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας ανώνυμων ανθρώπων.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι μια απολύτως επιτυχημένη σύνθεση του διεισδυτικού και αισθαντικού βλέμματος ενός επίμονου παρατηρητή της ζωής, από τη μια πλευρά, και μιας εμπνευσμένης συγγραφικής αποτύπωσης από την άλλη. Με αυτό το μυθιστόρημα, η Αλεξάνδρα Μητσιάλη έρχεται να προσφέρει στους σημερινούς εφήβους το σχεδόν υπαρξιακό βίωμα της ανάγνωσης που πρόσφεραν παλαιότερα συγγραφείς σαν τη Ζωρζ Σαρή και την Άλκη Ζέη.