A – ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Σε όλο τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει εμφανιστεί μια νέα, ριζοσπαστική ιδεολογία «εναλλακτικού εθνικισμού». Αν θέλουμε να καταλάβουμε αυτό το πολύ σημαντικό ιστορικό φαινόμενο, πρέπει να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
2. Την παγκοσμιοποίηση, όμως, ως φαινόμενο, τη συνθέτουν τρία συστατικά στοιχεία, τρεις ξεχωριστές διαστάσεις που μπορούν –και το κάνουν– να τίθενται σε άμεση αντιπαράθεση και αντίφαση η μία με την άλλη: οικονομική παγκοσμιοποίηση, πολιτική και πολιτισμική. Καθεμία από αυτές τις διαστάσεις διατηρεί μια σχετική αυτονομία που μπορεί να έρχεται σε αντίφαση με τις υπόλοιπες. Θα υποστηρίξουμε ότι ακριβώς αυτή η τριμερής εσωτερική αντίφαση είναι που γέννησε τον «εναλλακτικό εθνικισμό» ως ένα φαινόμενο «από τα κάτω» στον δυτικό κόσμο.
3. Επίσης θα υποστηρίξουμε ότι αυτό το κίνημα «από τα κάτω» έως τώρα είχε δύο εξαιρετικά σημαντικές και απτές συνέπειες στη σφαίρα του πολιτικού: το Κίνημα υπέρ του Brexit και το Κίνημα Τραμπ στις ΗΠΑ (το φαινόμενο Brexit εξέφρασε τον σκεπτικισμό των πολιτών απέναντι στην ΕΕ ως υπερ-εθνικό κράτος˙ το φαινόμενο Τραμπ εξέφρασε τον σκεπτικισμό των πολιτών απέναντι στην ίδια την παγκοσμιοποίηση συνολικά).
4. Οι ίδιες οι εσωτερικές δομικές αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης αυτής καθαυτήν και πιο συγκεκριμένα η ίδια η ανάδυση του «εναλλακτικού εθνικισμού» έχουν γεννήσει συγκεκριμένες δομικές αντιφάσεις μέσα στην ίδια την ΕΕ.
5. Θα υποστηρίξουμε ότι, δεδομένου ενός τέτοιου γενικού πλαισίου, η εθνο-κρατική πολιτική έχει έρθει στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής.
6. Συνεπακόλουθα, το ζήτημα της εθνικής κουλτούρας και της εθνικής ταυτότητας έχει επίσης βρεθεί στο επίκεντρο, με δεδομένη και την πολιτισμική επίδραση που έχει το φαινόμενο της μετανάστευσης – το οποίο έχει προκαλέσει ουσιωδώς αντι-μεταναστευτικά και αντι-μουσουλμανικά αισθήματα μεταξύ των δυτικών μαζών, και μάλιστα ευρύτατα διαδεδομένα.
B – ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
1. Καταρχήν, έχουμε τις εσωτερικές αντιφάσεις της ίδιας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Τα έως τώρα συμπτώματα είναι απολύτως ενδεικτικά – ένα μόνο παράδειγμα αποτελεί το ότι οι ΗΠΑ εξήγαγαν τη δική τους κρίση στην Ευρώπη ακριβώς μέσω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
2. Ακόμη ένα σύμπτωμα είναι η πιθανή αποτυχία της TTIP – τον Αύγουστο του 2016, το Euranet Plus μετέδιδε: «Η TTIP έχει αποτύχει, αλλά κανείς δεν το παραδέχεται». Σύμφωνα με τον Γερμανό αντικαγκελάριο, «Οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ έχουν αποτύχει de facto, επειδή εννοείται ότι εμείς οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να υποκύψουμε στις αμερικανικές απαιτήσεις». Την ίδια στιγμή, αναλυτές του CIS-EMO σχολίαζαν: «Γερμανία και Γαλλία έχουν σαμποτάρει με επιτυχία έως τώρα τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου TTIP με τις ΗΠΑ. Πιθανώς οι δυτικές ευρωπαϊκές χώρες να επιστρέψουν σύντομα στον παλιό καλό οικονομικό προστατευτισμό. Η δημόσια απαίτηση για κάτι τέτοιο είναι μεγάλη. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ διαθέτουν ακόμα πολλά άλλα μέσα για να πιέσουν τους Ευρωπαίους εταίρους τους». [1]
3. Τον Σεπτέμβριο του 2016, η ίδια η σύνοδος του G20 αποκάλυψε ότι η καθαυτό οικονομική παγκοσμιοποίηση έμπαινε σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Εκεί, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ εξέφρασαν φόβους για το ελεύθερο εμπόριο ενόψει της Κίνας, κι έβαλαν στο τραπέζι των συζητήσεων μια σταδιακή μετακίνηση προς τον προστατευτισμό και την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην τοπική ανάπτυξη.
4. Αυτά, ωστόσο, είναι απλά συμπτώματα. Για να καταλάβουμε πραγματικά τις βαθύτερες δομικές αντιφάσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, χρειάζεται καταρχήν να κατανοήσουμε τη φύση της – ουσιαστικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, κυριαρχία που έχει επιφέρει συγκεκριμένες συνέπειες, οι οποίες δείχνουν, όλες, τα όρια της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
5. Η ανάδυση του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου πηγαίνει πίσω σε γεγονότα της δεκαετίας του 1970, μια δεκαετία στην οποία πρέπει να σταθούμε. Εκείνη την εποχή, υπήρχε μια συνεχιζόμενη οικονομική κρίση στο εσωτερικό του βιομηχανικού κεφαλαίου (δεδομένων, μεταξύ άλλων, της ανοδικής τιμής του πετρελαίου και το υψηλό κόστος εργασίας). Αυτό οδήγησε σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό ανάμεσα στις πολυεθνικές εταιρείες για τις αγορές, αλλά οι ίδιες οι αγορές συνέχιζαν να λιμνάζουν. Ως απάντηση, είχαμε τη μετεγκατάσταση κάποιων βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε άλλες περιοχές, μακριά από το ευρωπαϊκό κέντρο. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω αποτελμάτωση τις τοπικές ευρωπαϊκές αγορές, με συνέπεια την ανάδυση της πολιτικής των τραπεζικών πιστώσεων ως πολιτικής που στόχευε στην αναζωογόνηση αυτών των αγορών. Έτσι άρχισε να αναδύεται και το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, σε ένα πλαίσιο ολιγοπωλιακών συγχωνεύσεων και στασιμότητας των βιομηχανικών κεφαλαίων. Αλλά από τη φύση τους τα χρηματοοικονομικά κεφάλαια δεν μπορούν να παραγάγουν υπεραξία – κατά συνέπεια, το μόνο που μπορεί να κάνει το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο ως σύνολο είναι να αναδιανείμει ένα περιορισμένο ποσοστό του πλούτου μεταξύ των μερών του, όσον αφορά δε την υπόλοιπη κοινωνία αυτή η αναδιανομή γίνεται από πολύ λίγο έως καθόλου. Και η οικονομική/χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση οδηγείται έτσι στα όριά της.
6. Ο περιορισμένος πλούτος και τα όρια της οικονομικής παγκοσμιοποίησης σήμαιναν ότι διαμορφωνόταν μια πραγματικότητα που θα είχε συγκεκριμένα θύματα.
7. Ποια είναι τα θύματα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες; Τρία είναι τα πιο σημαντικά, όλα σε τοπικό, εθνικό-κρατικό επίπεδο.
8. Πρώτον, από τη στιγμή που η οικονομική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, έχουμε δει μια επίθεση στα ενδογενή μη μονοπωλιακά κεφάλαια (δηλαδή τα μικρά και μεσαία τοπικά κεφάλαια).
9. Δεύτερον, από τη στιγμή που η οικονομική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, έχουμε δει μια επίθεση στους καταναλωτές σε τοπικό, εθνικό-κρατικό επίπεδο (αναφορικά με τις τιμές και την ποιότητα των προϊόντων).
10. Τρίτον, από τη στιγμή που η οικονομική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, έχουμε δει μια επίθεση στο ενδογενές εργατικό δυναμικό, πάλι σε τοπικό, εθνικό-κρατικό επίπεδο.
11. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει εξελιχθεί σε μια σειρά από νέες εμπορικές συμφωνίες που έχουν σαρώσει κάθε ρυθμιστικό κανονισμό – ως εκ τούτου, έχει χαθεί κάθε προστασία που θα μπορούσε να παρέχεται σε αυτά τα τρία θύματα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.
12. Σύμφωνα με τον Joseph Stiglitz, το ελεύθερο εμπόριο έχει λειτουργήσει ως υποκατάστατο μιας «τέλειας» παγκόσμιας ενοποίησης (ή ως υποκατάστατο για την πολιτική παγκοσμιοποίηση) – εάν το ελεύθερο εμπόριο αφηνόταν ελεύθερο να ακολουθήσει τη λογική του πορεία, θα βλέπαμε την εξίσωση όλων των μισθών παγκοσμίως. Κι αυτή η εξίσωση θα σήμαινε ότι όλοι οι μισθοί θα έπρεπε να κατέβουν στο επίπεδο του «κινεζικού κόστους» εργασίας.
13. Παρομοίως, εάν η οικονομική παγκοσμιοποίηση αφηνόταν ελεύθερη να ακολουθήσει τη λογική της πορεία, όλες οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα μαράζωναν και τελικά θα εξαφανίζονταν (οι μεγάλες τράπεζες δανείζουν τις μεγάλες επιχειρήσεις).
14. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, συνεπώς, έχει οδηγήσει σε μια γενικευμένη οικονομική ανισότητα στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Και με τη σειρά του, αυτό έχει γεννήσει μια ισχυρή αντίδραση απέναντί της, ιδίως εκ μέρους του ενδογενούς μη μονοπωλιακού κεφαλαίου και τμημάτων της κοινωνίας των πολιτών (είτε ως εργαζομένων είτε ως καταναλωτών). Τέτοιου είδους αντίδραση είναι αναπόφευκτη σε τοπικό, εθνικό-κρατικό επίπεδο.
15. Ακριβώς η τριπλή επίθεση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης σε τοπικό, εθνικό-κρατικό επίπεδο έχει φέρει την εθνο-κρατική πολιτική στο κέντρο της πολιτικής ζωής: πολύ φυσιολογικά, κάτι τέτοιο σημαίνει τόσο ότι η εθνο-κρατική πολιτική επαναβεβαιώνεται όσο και ότι οι τάξεις των ελίτ που την εξέφραζαν έως τώρα περιέρχονται σε κρίση.
16. Σε αυτό το σημείο, η συνολική κατάσταση μπορεί να περιγραφεί περιληπτικά ως εξής: α) Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει πολύ συγκεκριμένα όρια στην αναδιανομή των κερδών, προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ κερδισμένων και χαμένων, β) Ως συνέπεια, οι δυνάμεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης έχουν έρθει αντιμέτωπες με τα πολιτικά κομματικά συστήματα των εθνών-κρατών – τα τελευταία τα απασχολεί η ίδια τους η επιβίωση (η εσωτερική οικονομική κρίση και η επιβολή μέτρων λιτότητας τα έχουν καταστήσει ασταθή), γ) Αυτό συνεπάγεται την αντίθεση ανάμεσα στα τοπικά πολιτικά κομματικά συστήματα και στις κοινωνίες των πολιτών – με δεδομένη και την πολιτισμική επίδραση της μετανάστευσης, έχουμε δει την ανάδυση μιας λαϊκής εθνικής (ή και εθνικιστικής) συνείδησης που διεκδικεί τόσο την εθνική της ταυτότητα όσο και την εθνική κυριαρχία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση.
17. Στον βαθμό που είναι ακριβής αυτή η ερμηνεία της γενικής κατάστασης, λίγο πολύ επαληθεύει την εκτίμηση του Eric Hobsbawm όσον αφορά το τι είχε να περιμένει κανείς από τον 21ο αιώνα. Περιληπτικά, ο ιστορικός είχε προβλέψει τα εξής: α) Ότι επρόκειτο να δούμε τη σύγκρουση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνών-κρατών να έρχεται στο προσκήνιο, β) Ότι οι πολιτικές των εθνών-κρατών δεν θα επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, κι αυτό θα οφείλεται τόσο σε οικονομικούς όσο και σε πολιτισμικούς λόγους, γ) Δεν θα επιτρέπουν, επίσης, στις αγορές να καθορίζουν τις οικονομικές τους πολιτικές, δ) οι πολιτικές των εθνών-κρατών και οι εθνικές κουλτούρες θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην παγκοσμιοποίηση (βλ. Eric Hobsbawm, “After the XXth Century: A World in Transition”, https://pulsemedia.org/2014)
. 18. Ίσως να είναι υπερβολικό να υποθέσουμε ότι θα γίνουμε μάρτυρες μιας μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ εθνο-κρατικής πολιτικής και δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης – ας μην ξεχνάμε ότι σημαντικά τμήματα των ελίτ που αντιπροσωπεύουν εθνο-κρατικές πολιτικές συνδέονται αυτές οι ίδιες με συμφέροντα της παγκοσμιοποίησης. Πιο ακριβές θα ήταν να υποθέσουμε ότι τα πολιτικά κομματικά συστήματα των εθνών-κρατών θα προσπαθήσουν να κρατήσουν κάποια ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κεφαλαίου από τη μια μεριά, και των απαιτήσεων της κοινωνίας των πολιτών από την άλλη.
19. Μια τέτοια προσπάθεια για την απλή διατήρηση ισορροπίας θα έχει ως συνέπεια –κάτι που ήδη συμβαίνει– την αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών των εθνών-κρατών. Το 2011, ο Joseph Nye παρατηρούσε ήδη μια «διάχυση εξουσίας», όπως την ονόμαζε, από το κεντρικό έθνος-κράτος προς «μη κρατικούς παράγοντες» της κοινωνίας των πολιτών. Αυτοί οι «μη κρατικοί παράγοντες» χρησιμοποιούσαν την «επανάσταση της πληροφορίας» –τα social media– για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Πάνω απ’ όλα, κι όπως θα δούμε στη συνέχεια, τέτοιους είδους λαϊκές πρακτικές έφεραν το εθνικό (ή «εθνικιστικό») παράδειγμα στο επίκεντρο (και πρβλ. Kenneth Waltz, που έχει επίσης ερευνήσει την πηγαία, αυθόρμητη τάση του κόσμου να προστατεύει την εθνική, πολιτισμική του ταυτότητα στο πλαίσιο του έθνους-κράτους). Η ανάδυση λαϊκών κινημάτων ενάντια στις ελίτ (τόσο στην κυρίαρχη πολιτική όσο και στις παρυφές της) εκφράζει τον θυμό μιας κοινωνίας των πολιτών που βλέπει τον εαυτό της ως θύμα της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου εμπορίου και της μετανάστευσης. Αυτός ο θυμός είναι που γέννησε το Κίνημα υπέρ του Brexit και το Κίνημα Τραμπ.
Γ – ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ BREXIT
1. Το Κίνημα υπέρ του Brexit ουσιαστικά ήταν μια ψήφος υπέρ της αυτοδιάθεσης του έθνους-κράτους (βλ. το κείμενό μας “Το κίνημα υπέρ του Brexit – Αναζωογόνηση της εθνικής συνείδησης στον 21ο αιώνα”, που αναρτήθηκε, μεταξύ άλλων, στις σελίδες @Anaktisis Ta Nea, @Britons Against The EU, κτλ., 12.06.2016).
2. Τον Ιούλιο του 2016, σε ένα άρθρο με τίτλο “Some Musings on Brexit’s Impact”, ο Dr. Jerome-Booth έγραφε: «Το Brexit δεν αφορά μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι μια ψήφος μη εμπιστοσύνης στο ευρώ και στις τρέχουσες θεσμικές ρυθμίσεις της ΕΕ, που είναι πολιτικά μη βιώσιμες και ανταποκρίνονται ανεπαρκώς σε δημοκρατικά αιτήματα». Και κατέληγε: “Οι αρνητικές αποδόσεις των ομολόγων είναι ένα ατύχημα που απλώς περιμένουμε να συμβεί. Οι αγορές βρίσκονται σε αχαρτογράφητα νερά. Τα εκλογικά σώματα σε όλη την Ευρώπη κοιτούν προς το Ηνωμένο Βασίλειο και μπορεί να ενθαρρυνθούν ώστε να θελήσουν το ίδιο …» (βλ. www.newspartaam.com). Ομοίως, και γράφοντας την ίδια περίοδο, ο John Gray παρατηρούσε: «Ο τρόμος της μετάδοσης που έχει αδράξει τις Βρυξέλλες έχει γερές βάσεις. Εάν διεξάγονταν δημοψηφίσματα τύπου Brexit στη Σουηδία, στη Δανία ή στην Τσεχική Δημοκρατία, για παράδειγμα, είναι πιθανόν ότι η ΕΕ θα επιβίωνε. Αλλά εάν έστω και μία χώρα της ζώνης του ευρώ απειλήσει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Βρετανίας, το αποτέλεσμα θα είναι μια υπαρξιακή απειλή κατά του ευρώ … Έχουν ήδη υπάρξει δυσοίωνοι κραδασμοί». (βλ. “The strange death of liberal politics”, “New Statesman”, 5.7.2016).
3. Τεράστιες μάζες ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη θα συμφωνούσαν απόλυτα ότι η ΕΕ ήταν «ένα αποτυχημένο πείραμα», και ιδίως με το δεδομένο της μετανάστευσης. Ο Βρετανός βουλευτής Jacob Rees-Mogg, σχολιάζοντας το Brexit, εξέφρασε κάτι που έχει καταστεί μαζική συνειδητοποίηση όταν δήλωσε ότι η ΕΕ είναι ένα «Αποτυχημένο Κράτος» (βλ. https://heatst.com, 15.6.2016). Ξέρουμε ότι μια τέτοιου είδους «αποτυχία» ισχύει για τουλάχιστον τρεις πτυχές της ευρωπαϊκής πολιτικής: τη γεωργία, το ευρώ και, φυσικά, τη μετανάστευση.
4. Η ΕΕ ως «Αποτυχημένο Κράτος» θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια μια βαθιά κοινωνικο-πολιτική και πολιτισμική πόλωση σε όλη την έκταση του οικονομικού, του πολιτικού και του πολιτισμικού επιπέδου – τόσο στη Βρετανία όσο και σε διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ. Συγκεκριμένα, στο πολιτικό επίπεδο οι λαϊκές μάζες (τμήματα των μεσαίων και των εργατικών τάξεων) είναι πιθανό να οχυρωθούν ενάντια στις πολιτικές ελίτ – με αυτές τις τελευταίες να συσπειρώνονται γύρω από μια Αριστερή-Φιλελεύθερη συμμαχία. Την ίδια στιγμή, γενικά μιλώντας, οι ίδιες οι λαϊκές μάζες είναι πιθανό να δημιουργήσουν συμμαχίες με στοιχεία του εθνικού κοινωνικού κεφαλαίου. Σε πολιτισμικό επίπεδο, μια αναδυόμενη λαϊκή εθνικιστική συνείδηση θα οχυρωθεί ενάντια στην ιδεολογία και την πρακτική του πολυπολιτισμού και την επιβολή της «πολιτισμικής χειραγώγησης» (βλ., για παράδειγμα, το έργο του I.R. Karolewski), ιδιαίτερα όσον αφορά το φαινόμενο της μετανάστευσης.
5. Η λαϊκή εθνικιστική συνείδηση που εγγράφεται στην ιδεολογία του «Ευρωσκεπτικισμού» θα εκφραστεί κυρίως μέσα από τα social media. Ο γενικός της λόγος, ο οποίος εκφράζει μια συμμαχία ανάμεσα σε τμήματα της κοινωνίας των πολιτών και στο εθνικό κοινωνικό κεφάλαιο, θα είναι μια εθνικιστική συνείδηση «πολιτικά μη ορθή». Από την άλλη, οι δυνάμεις υπέρ της ΕΕ θα εκφράζονται κυρίως μέσω των κυρίαρχων ΜΜΕ, όπως είναι το BBC, το CBS News, κτλ. Η γενική τους ιδεολογία, η οποία εκφράζει μια συμμαχία ανάμεσα στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, στη γραφειοκρατία της ΕΕ και στη Συμμαχία Αριστεράς-Φιλελευθερισμού, θα είναι μια «πολιτικά ορθή», υπερ-εθνική πολιτική.
6. Σημαντικά στοιχεία μιας τέτοιας πόλωσης είναι πιθανό να αναπαραχθούν με τον δικό τους τρόπο και στις ΗΠΑ – σε έναν βαθμό, το Κίνημα υπέρ του Brexit και το Κίνημα Τραμπ θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως διαλεκτικώς αλληλεπιδρώντα συγκοινωνούντα δοχεία.
Δ – ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ BREXIT ΣΤΟ «ΝΑ ΞΑΝΑΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ»
1. Και το Κίνημα υπέρ του Brexit και ο πατριωτικός λόγος του Τραμπ εκφράζουν παρόμοια συμπτώματα – συμπτώματα μιας «βαθιάς κοινωνίας» που βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Όπως σχολίαζαν αναλυτές από τη Βρετανία πολύ πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ: «Ο Τραμπ πατάει κάποια κουμπιά από αυτά που ανάγκασαν τη βρετανική κυβέρνηση να αλλάξει κατεύθυνση λιγότερο από δύο μήνες πριν» (βλ. “British Politics After Brexit”, 16.8.2016). Και τα δύο φαινόμενα προοιωνίζονται μια καινούρια, ριζοσπαστική πολιτική διαφωνίας (αν και με μορφή παιδικής ασθένειας, τουλάχιστον έως τώρα).
2. Μετά τη νίκη του Τραμπ, ο Gerard Araud –πρεσβευτής της Γαλλίας στις ΗΠΑ– σχολίαζε: «Ένας κόσμος καταρρέει μπροστά στα μάτια μας». Ο Martin Schulz μίλησε για «άλλη μία νύχτα Brexit» πηγαίνοντας πιο πέρα και υπαινισσόμενος ότι ένα «κύμα διαμαρτυρίας» σαρώνει την καθεστηκυία πολιτική. Ο John Petley υποστήριξε ότι η αντίθεση του Τραμπ προς τη μαζική μετανάστευση και η επιθυμία του για μια καλύτερη σχέση με τη Ρωσία «θα σπρώξουν την ΕΕ σε μια κρίση μεγαλύτερη και βαθύτερη απ’ ό,τι η ψήφος υπέρ του Brexit» (βλ. “Campaign for an Independent Britain”, 15.11.2016).
3. Η νίκη του Τραμπ προέκυψε από μια τριπλή κρίση: α) την κρίση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (ιδίως αναφορικά με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας), β) την επακόλουθη οικονομική και πολιτισμική κρίση μιας όλο και περισσότερο εξαθλιωνόμενης μεσαίας τάξης, γ) τη λαϊκή δυσφορία για τη συμμαχία Αριστεράς-Φιλελευθέρων και την έκφρασή της από τις ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος.
4. Όπως και στην περίπτωση του Κινήματος υπέρ του Brexit, η λαϊκή υποστήριξη προς τον Τραμπ –αν και προερχόμενη από ποικίλα κοινωνικά ρεύματα– συμπτύχθηκε και εδραιώθηκε από έναν πυρήνα ανθρώπων που πολεμούσαν για την ελευθερία του λόγου (η οποία έχει περιοριστεί από την «πολιτική ορθότητα» και τη νομοθεσία εναντίον της «ρητορικής του μίσους»), για την απελευθέρωση από την κυριαρχία των ελίτ, και ενάντια σε μια αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση που σπρώχνει στο περιθώριο την Αμερική ως έθνος-κράτος (και άρα αυτή η ομάδα διεκδικεί έναν συγκεκριμένου είδους «προστατευτικό απομονωτισμό»).
E – ΕΘΝΟ-ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΕ – ΟΙ ΔΟΜΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
1. Ακριβώς στο γενικό πλαίσιο που περιγράφηκε παραπάνω πρέπει να κατανοήσει κανείς τον τωρινό τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Γιατί αυτό το πλαίσιο έχει οδηγήσει την ΕΕ σε μια σειρά εσωτερικών δομικών (ή θεσμικών) αντιφάσεων. Η πρώτη αντίφαση που αναδύεται είναι αυτή ανάμεσα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, από τη μια πλευρά, και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κάποιες κυρίαρχες ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την άλλη.
2. Αν και λέγεται ότι το Συμβούλιο είναι το όργανο που πρέπει να καθορίζει την πολιτική κατεύθυνση της ΕΕ, στην πραγματικότητα αυτή που έχει προσπαθήσει να ασκήσει την εξουσία της πέραν και έξω του Συμβουλίου είναι η Επιτροπή.
3. Τον Αύγουστο του 2016, ο Πρόεδρος της Επιτροπής διεκδίκησε την απόλυτη εξουσία επί αυτού του θεσμού προσπερνώντας τα συμφέροντα των εθνών-κρατών, όπως αντιπροσωπεύονται από το Συμβούλιο. Ο Γιούνκερ επέμενε ότι όλοι οι Επίτροποι έπρεπε να δουλέψουν «εντελώς ανεξάρτητα και χωρίς να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή άλλον θεσμό, σώμα, γραφείο ή οντότητα κι έχοντας κατά νου μόνο το γενικό συμφέρον της Ένωσης» (βλ. EurActiv.com, 2.8.2016). Με άλλα λόγια, μετά το φαινόμενο Brexit, ο Juncker διακήρυττε την απόλυτη αυτονομία της Επιτροπής έναντι των υπόλοιπων θεσμών της ΕΕ, και ιδιαίτερα όσον αφορά το Συμβούλιο.
4. Στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οργανωμένες δυνάμεις –με δυνάμεις ενσωματωμένες σε συγκεκριμένες κοινοβουλευτικές ομάδες και επιτροπές– υποβοηθούν και προωθούν τα ηγεμονικά συμφέροντα της Επιτροπής. Ως απάντηση στο Brexit, ο Guy Verhofstadt –ηγέτης της Συμμαχίας των Φιλελεύθερων και των Δημοκρατών– υποστήριξε ότι είτε θα πρέπει να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό «υπερ-κράτος» είτε θα δούμε το τέλος της ΕΕ. Παρομοίως, ο Schulz κάλεσε την ΕΕ να αναλάβει μεγαλύτερο έλεγχο και να γίνει «η Κυβέρνηση» της Ευρώπης. Η «αληθινή κυβέρνησή» του πρόκειται, μεταξύ άλλων, να βάλει τέλος στα εθνικά βέτο απέναντι στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ.. «Χρειαζόμαστε» είπε ο Schulz «ένα φιλόδοξο και ισχυρό τραστ και όχι μια άτολμη κουρελού. Πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε ώστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μετασχηματιστεί σε μια αληθινή Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση». Όπως και ο Verhofstadt, ο Schulz πίεσε για ένα ομοσπονδιακό σύστημα. Το οποίο θα είχε στόχο να περιορίσει τις εθνικές κυβερνήσεις σε ένα «δεύτερο σώμα» μετά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (και σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δει κανείς την αυξανόμενη πίεση για μια συλλογική αμυντική στρατιωτική δύναμη εκ μέρους της ΕΕ – τον Νοέμβριο του 2016, το Βερολίνο υποστήριξε ανοιχτά την πρόσκληση του Juncker για τη συγκρότηση ευρωπαϊκού στρατού).
5. Αυτή η στρατηγική τοποθέτηση εκ μέρους της Επιτροπής και ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει έρθει σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του Συμβουλίου. Εκπροσωπώντας το, ο Tusk δήλωσε ότι η Επιτροπή, έχοντας εμμονή με την άμεση και ολοκληρωτική ενοποίηση, δεν είχε προσέξει ότι «ο μέσος πολίτης» της ΕΕ δε μοιράζεται τον ίδιο ενθουσιασμό.
6. Βλέπουμε, συνεπώς, μια πολύ σημαντική σύγκρουση ανάμεσα στα ομοσπονδιακά συμφέροντα της Επιτροπής, από τη μια μεριά, και στα συγκεκριμένα συμφέροντα των μελών εθνών-κρατών από την άλλη, όπως αυτά εγγράφονται στις δομικές λειτουργίες του Συμβουλίου. Οι πολιτικοί αρχηγοί αυτών των εθνών-κρατών δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες των συγκεκριμένων κοινωνιών τους και των τοπικών τους κεφαλαίων. Υποστηρίζουμε ότι αυτό συνιστά την πρώτη εσωτερική δομική αντίφαση της ΕΕ.
7. Εάν η πρώτη αντίφαση περιλαμβάνει τις σχέσεις μεταξύ Συμβουλίου και Επιτροπής, η δεύτερη αντίφαση εμφανίστηκε ξεκάθαρα εντός του ίδιου του Συμβουλίου. Πιο συγκεκριμένα, εντός του Συμβουλίου μπορεί κανείς να δει μια σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη-μέλη της δυτικής Ευρώπης. Γενικά μιλώντας, η σύγκρουση αφορά το ζήτημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και εκτυλίσσεται μεταξύ κρατών-μελών που αντιπροσωπεύονται στο Συμβούλιο: ενώ η Γερμανία θα ήθελε να επιβάλει μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, η Γαλλία και η Ιταλία πιέζουν για μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία. Αυτή η αντίθεση εκδηλώνεται επίσης και σε μια σύγκρουση μεταξύ του ESM (που τάσσεται στο πλευρό της Γερμανίας) και της ΕΚΤ (στο πλευρό όλων των υπολοίπων): ο ESM, μαζί με το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», υπονόμευσε τη δημοσιονομική κυριαρχία κρατών-μελών όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
8. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στα κράτη-μέλη της δυτικής Ευρώπης εντός του Συμβουλίου έγινε επίσης εμφανής και όταν προέκυψε το ζήτημα της επιβολής των συντελεστών φορολογίας των επιχειρήσεων. Μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, είδαμε τη Γερμανία (αυτή τη φορά μαζί με τη Γαλλία) να σπρώχνει για έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε όλη την ΕΕ. Αυτή η κίνηση είχε στόχο να χτυπήσει τη φορολογική πολιτική εθνών-κρατών όπως η Βρετανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και το Βέλγιο. Ενώ η Γερμανία και η Γαλλία (μαζί με την Επιτροπή) ήθελαν συναίνεση για μια φορολογική πολιτική που θα επιβάλλεται «από πάνω», τα έθνη-κράτη πίεσαν για μια φορολογική πολιτική που θα καθορίζεται από τα ιδιαίτερα, εξειδικευμένα συμφέροντα του καθενός – κι έτσι στήθηκε το σκηνικό για έναν φορολογικό πόλεμο.
9. Υπάρχει και μια τρίτη αντίφαση στο εσωτερικό των δομών της ΕΕ: εκδηλώνεται και πάλι στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου (αλλά αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τις παρεμβάσεις της Επιτροπής και των κύκλων της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Εδώ βλέπουμε μια σύγκρουση ανάμεσα στις δυτικές «ελίτ των Βρυξελλών» και στα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, μαζί με τους συμμάχους τους. Ενώ τα κράτη-μέλη που συγκροτούν τις «ελίτ των Βρυξελλών» πιέζουν για μια κεντρομόλο «ενοποίηση» των δομών της ΕΕ, οι υπόλοιποι αγωνίζονται για μια φυγόκεντρο «αποκέντρωση». Το χάσμα αφορά επίσης, όπως είναι γνωστό, και το απολύτως μείζον μεταναστευτικό ζήτημα. Η αντίθεση που καταδείξαμε προηγουμένως μεταξύ Επιτροπής και Συμβουλίου (ως δύο ξεχωριστών θεσμών) γύρω από το θέμα της ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ, διαχέεται με τη μορφή μιας σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης μεταξύ εθνών-κρατών μέσα στο ίδιο το Συμβούλιο.
10. Αμέσως μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για το Brexit, τα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης συσπειρώθηκαν για να εμποδίσουν την περαιτέρω αφαίρεση εξουσιών από αυτά και τη συγκέντρωσή τους στην «ελίτ των Βρυξελλών». Στην αιχμή των «εξεγερμένων» πρώην σοβιετικών κρατών-μελών ενάντια στην «παλιά φρουρά», που οργανώθηκε γύρω από τη Γερμανία και τους γραφειοκράτες της ΕΕ που διαρκώς καλούσαν για «περισσότερη Ευρώπη», βρέθηκε η Πολωνία. Τον Οκτώβριο του 2016, η Beata Szydlo –η Πολωνή πρωθυπουργός και ηγέτις της Ομάδας του Βίζεγκραντ– κατηγόρησε την Επιτροπή για «ανάμειξη κατά υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της» (ξέρουμε ότι αυτά τα πρώην σοβιετικά έθνη-κράτη έβλεπαν πάντα τη Βρετανία ως τον βασικότερο ευρωσκεπτικιστή σύμμαχό τους στις προσπάθειές τους να περιορίσουν τον συγκεντρωτικό έλεγχο εκ μέρους των Βρυξελλών). Η ίδια η Αυστρία συμμάχησε με αυτή τη συσπείρωση εθνών-κρατών εναντίον των Βρυξελλών – δεν είχε άλλη επιλογή: ο Norbert Hofer, ηγέτης του Κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας, για παράδειγμα, πιέζει διαρκώς για τη διεύρυνση της Ομάδας του Βίζεγκραντ μεταξύ των εθνών-κρατών της ΕΕ.
11. Αυτές οι δομικές αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ θεσμών της ΕΕ αλλά και στο εσωτερικό τους ανάγκασαν τη Γερμανία, την ηγεμονική δύναμη της ΕΕ, να προσπαθήσει να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στα συγκεκριμένα συμφέροντα πολιτικών ηγετών των εθνών-κρατών της ΕΕ, από τη μια, και στη γραφειοκρατία της ΕΕ που πιέζει για ένα πολυπολιτισμικό υπερ-κράτος από την άλλη. Έτσι, προετοιμαζόμενη για τη σύσκεψη της Μπρατισλάβας τον Σεπτέμβριο του 2016, η Μέρκελ δήλωνε ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει «να βρουν και να αναπτύξουν μια νέα ισορροπία στην ΕΕ των 27 μελών» (βλ. Euranet Plus, 26.8.2016).
ΣΤ – Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
1. Το Κίνημα υπέρ του Brexit, η νίκη του Τραμπ και οι εσωτερικές δομικές αντιφάσεις της ΕΕ δείχνουν όλα προς μια νέα, ριζοσπαστική «πολιτικοποίηση» των αντιφάσεων της ίδιας της παγκοσμιοποίησης. Αλήθεια είναι ότι η οικονομική, συγκεκριμένα, κρίση της παγκοσμιοποίησης είναι ο πιο σημαντικός αντικειμενικός παράγοντας που καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων. Αλλά είναι απολύτως αναγκαίο να καταλάβουμε ότι αυτός ο απολύτως αντικειμενικός καθοριστικός παράγοντας έχει ο ίδιος καθορίσει ως κυρίαρχη την «πολιτική στιγμή» (και, τελικά, την «πολιτισμική στιγμή»).
2. Αυτό που υποστηρίζουμε μπορεί να ακούγεται παράδοξο («Είναι η οικονομική κρίση, ηλίθιε!») ή «προφανές» (σίγουρα όλες οι οικονομικές κρίσεις μεταφράζονται σε πολιτικές συγκρούσεις). Αλλά έτσι χάνουμε το ζωτικό σημείο της τωρινής συγκυρίας. Αυτό που λέμε είναι ότι όλες εκείνες οι τεράστιες μάζες ανθρώπων που αντιδρούν στην παγκοσμιοποίηση με έναν σχετικά αποτελεσματικό τρόπο αντιλαμβάνονται την οικονομική κρίση ως προϊόν πολιτικών στρατηγικών των ελίτ που εφαρμόζονται στις ίδιες τους τις χώρες. Οι κοινωνίες των πολιτών της ΕΕ βλέπουν τα δεινά τους ως προϊόν των πολιτικών της ίδιας της ΕΕ. Σημαντικά τμήματα των ευρωπαϊκών λαών, συνεπώς, αντιδρούν με έναν τρόπο που είναι, πολύ συγκεκριμένα, πολιτικο-πολιτισμικός.
3. Οι ευρωπαϊκές λαϊκές μάζες σταδιακά έφτασαν να συνειδητοποιήσουν τα εγγενή όρια οποιωνδήποτε οικονομίστικων αγώνων – τέτοιου είδους αγώνες έχουν την τάση να διαιρούν τον κόσμο με άπειρους τρόπους (ανά βιομηχανικό κλάδο˙ με όρους ιδιωτικού/δημόσιου τομέα˙ με όρους εργαζόμενων/ανέργων κτλ).
4. Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων εντός ενός έθνους-κράτους έχει αναγκάσει τις λαϊκές μάζες να αντιδράσουν ενώνοντας τις δυνάμεις τους γύρω από μια κεντρική, συνδετική ιδεολογία ενάντια στα πολιτικά κατεστημένα – δηλ. γύρω από μια εθνική συνείδηση που ενώνει όλα τα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε επίπεδο έθνους-κράτους. Αναπόφευκτα, αυτό έχει φέρει στο προσκήνιο το έθνος-κράτος κι έχει τοποθετήσει την πολιτική στο επίκεντρο.
5. Γνωρίζουμε καλά το ιδεολογικό περιεχόμενο αυτής της λαϊκής «πολιτικοποίησης» ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και στην ΕΕ όπως εκδηλώνεται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο – οι οργανωμένες δυνάμεις του «ευρωσκεπτικισμού» κάνουν ξεκάθαρα αισθητή την παρουσία τους σε χώρες όπως η Ολλανδία (Κόμμα για την Ελευθερία), η Αυστρία (Κόμμα της Ελευθερίας), η Δανία (Κόμμα του Λαού), η Σουηδία (Σουηδοί Δημοκράτες), η Φινλανδία (Κόμμα των Φινλανδών), η Γαλλία (Εθνικό Μέτωπο), η Ιταλία (Κίνημα των Πέντε Αστέρων) και ούτω καθεξής. Παράλληλα, οργανωμένες «ευρωσκεπτικιστικές» δυνάμεις έχουν έρθει στο προσκήνιο και σε πρώην σοβιετικά έθνη-κράτη – για παράδειγμα: Πολωνία (κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη), Ουγγαρία (από τον Φιντές έως τον Τζομπίκ), Τσεχική Δημοκρατία (Πολιτικό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά επίσης και το Dawn (Αυγή) και το Κόμμα της Ελευθερίας και της Άμεσης Δημοκρατίας), Σλοβακία (Κόμμα της Ελευθερίας και της Αλληλεγγύης, Εθνικό Σλοβακικό Κόμμα, Κόμμα του Λαού, κ.ά.).
6. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, κάποιες από αυτές τις πολιτικές οργανώσεις έχουν καταλήξει να υιοθετήσουν μια αντι-ευρωενωσιακή και/ή αντι-μεταναστευτική πολιτική, δεδομένης της εκτεταμένης πίεσης «από τα κάτω» στις αντίστοιχες κοινωνίες τους. Οι πιο πολλές, ούτως ή άλλως, είναι εθνικιστικές ή σχεδόν εθνικιστικές ως προς τον προσανατολισμό τους. Όλες είναι εναντίον της ΕΕ, είτε με τη μορφή ενός «ήπιου ευρωσκεπτικισμού» (επιδιώκοντας να περιορίσουν τις παρεμβατικές εξουσίες των Βρυξελλών) είτε με τη μορφή ενός «σκληρού ευρωσκεπτικισμού» (επιδιώκοντας την έξοδο από την ΕΕ). Και όλες θέλουν να περιορίσουν ή να μπλοκάρουν εντελώς την εισροή μεταναστών (και ιδίως των μουσουλμάνων).
7. Αλλά είναι απολύτως σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτές οι πολιτικές οργανώσεις δεν αντιλαμβάνονται και δεν εκφράζουν πλήρως την «πολιτικοποίηση» των λαϊκών μαζών ενάντια στην ΕΕ/παγκοσμιοποίηση. Μια γενικευμένη πολιτική «αίσθηση» ίπταται πάνω από όλη την Ευρώπη και σηματοδοτεί μια καινούρια, εναλλακτική εθνικιστική συνείδηση που, εκούσα-άκουσα, τοποθετεί τη λαϊκή πολιτική και λαϊκή εθνική κουλτούρα στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής – υποβιβάζει, συνεπώς, την οικονομία σε δεύτερη θέση (αλλά χωρίς καθόλου να ξεχνά το «οικονομικό» ζήτημα). Και είναι καχύποπτη απέναντι σε όλες τις καθεστηκυίες πολιτικές ελίτ (και ειδικά απέναντι στους «επαγγελματίες» καριερίστες πολιτικούς).
8. Ο περιορισμός ή η «πειθάρχηση» μιας τέτοιας αυθόρμητης λαϊκής αίσθησης μέσα στα όρια οποιασδήποτε επίσημης πολιτικής οργάνωσης ή στα όρια της απλής άσκησης του εκλογικού δικαιώματος έχει αποδειχθεί κάτι αδύνατο (και ως εκ τούτου έχουμε δει την ανάδυση κινημάτων όπως το PEGIDA). Κατά μία σημαντική έννοια, ζούμε μια συγκυρία όπου οι λαϊκές μάζες προπορεύονται σε σχέση με τις επίσημες πολιτικές δομές.
9. Αυτό είναι προφανές στον αυθόρμητο λόγο που αρθρώνουν οι κοινωνίες των πολιτών (όλα τα παραδείγματα που παρουσιάζονται εδώ είναι από τη σελίδα του Facebook “Britons Against The EU”). Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα λόγια της Πατρίτσια Μπιντλ, μιας Βρετανίδας εργάτριας που –τον Αύγουστο του 2016– θέλησε να εξηγήσει γιατί ψήφισε υπέρ του Brexit: «Επειδή το να πάρουμε πίσω τη δημοκρατική μας χώρα ήταν πιο σημαντικό για μας απ’ όσο ήταν για τους Remainers, που ανησυχούσαν για τα £ £ £ £ £ £ τους… Άπληστοι ζητιάνοι οι περισσότεροι».
10. Παρομοίως, ο Κέιθ Τέιλορ, που ανήκει στη βρετανική μεσαία τάξη, εξήγησε ότι η απόφασή του να ψηφίσει υπέρ του Brexit βασίστηκε σε συλλογισμούς πολιτικού χαρακτήρα παρά τις πολύ αληθινές οικονομικές συνέπειες – με τα λόγια του: «Η επιχείρησή μου έχει χτυπηθεί από τις ισοτιμίες συναλλάγματος (πολύ, πολύ άσχημα). Είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουμε για το μέλλον των Παιδιών μας».
11. Άλλο ένα πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του λόγου έρχεται από κάποιον Ισαάκ Έβανς, έναν Βρετανό που η αντικειμενική ταξική του θέση μάς είναι άγνωστη – τον Αύγουστο του 2016 έγραφε: «Αυτή η νέα ομάδα που ανέλαβε μετά τους ηλιθίους του Remain [“Open Britain”], καλούν το Ην. Βασίλειο να διατηρήσει δεσμούς με την ΕΕ και προωθούν τη μετανάστευση επειδή είναι καλή για τη χώρα, για τους εργοδότες, ναι, φορτία ολόκληρα φτηνού εργατικού δυναμικού, κι όσο περί πατριωτισμού, ε, τι να πει κανείς».
12. Αυτός ο βαθιά πολιτικός λόγος, είτε εκφράζεται αυθόρμητα είτε αρθρώνεται από επίσημες πολιτικές οργανώσεις που θέλουν να τον προσεταιριστούν, είχε συγκεκριμένες συνέπειες στις κατεστημένες πολιτικές ελίτ. Ενόψει μιας τέτοιας «πολιτικοποίησης» της ατζέντας, το κατεστημένο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να «πολιτικοποιήσει» κι εκείνο αυτό που αποτελούσε –και αποτελεί– το κύριο διακύβευμα.
13. Η «πολιτικοποίηση» της ατζέντας επαληθεύεται από πολλά μεμονωμένα γεγονότα – εδώ θα αναφερθούμε απλώς σε κάποια παραδείγματα. Μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, ο Γερμανός υπουργών των Οικονομικών Υποθέσεων Sigmar Gabriel προειδοποιούσε ότι στο εξής η Ευρώπη θα είναι μια «ασταθής ήπειρος» – ανάμεσα σε άλλα, δήλωνε: «Το Brexit είναι κάτι κακό, αλλά οικονομικά δεν θα βλάψει όσο φοβούνται κάποιοι – περισσότερο συνιστά ένα ψυχολογικό πρόβλημα, και είναι ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα».
14. Κατά την προετοιμασία τους για τη Σύνοδο Κορυφής της Μπρατισλάβα του 2016, όλοι οι παράγοντες ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας της ΕΕ – συνεπώς, υιοθέτησαν συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις με αυτό τον στόχο: Ο Juncker είδε την πολιτική σταθερότητα της ΕΕ με όρους ευρωενωσιακής «ολοκλήρωσης» ˙ για τον Tusk η πολιτική σταθερότητα είχε να κάνει με τη φροντίδα για τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών˙ ο Draghi υποστήριξε ότι η πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μόνο αν η ΕΕ αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας.
15. Προς τα τέλη του Ιουλίου 2016, την κυριαρχία της «πολιτικής στιγμής» επισήμανε και το Γραφείο Ανεξάρτητης Αξιολόγησης του ΔΝΤ: δήλωσε ότι το ΔΝΤ «προσεγγίζει πολιτικά παραπάνω απ’ όσο πρέπει την Ευρωζώνη» (βλ., μεταξύ άλλων, David Maddox, “Express”, 29.7.2016).
16. Η κυριαρχία της «πολιτικής στιγμής» έγινε ακόμα πιο φανερή στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε η ΕΕ να αντιμετωπίσει διάφορα ακανθώδη ζητήματα δίνοντας «πολιτικές λύσεις». Ας σκεφτούμε, καταρχήν, πώς προσπάθησε η ΕΕ να επιλύσει τις διαφορές της με την μετα-Brexit Βρετανία γύρω από την αντιπαράθεση σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων (κάτι που η ΕΕ αντιμετωπίζει ως άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, και συνεπώς ως αναπόσπαστο μέρος της «ενιαίας αγοράς» της). Για να καθησυχάσει τους Βρετανούς, ο Juncker προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και έδωσε το χαρτοφυλάκιο της «Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στον Βρετανό Sir Julian King. Αν και ένα τέτοιο χαρτοφυλάκιο θεωρητικά έχει να κάνει με καθαυτό ζητήματα ασφάλειας, την ίδια στιγμή συμπληρώνει και παρεμβαίνει στο έργο του Δημήτρη Αβραμόπουλου, του Επιτρόπου για τη Μετανάστευση. Πολύ απλά, η καινούρια θέση της Βρετανίας για τη μετανάστευση θα αντιμετωπιστεί μέσω του ζητήματος της «ασφάλειας» που σχετίζεται με την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Δελτία Τύπου, 2.8.2016, κ.ά.).
17. Ας σκεφτούμε, δεύτερον, τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τελικά η ΕΕ τις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που και οι δύο είχαν παραβεί τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Τέλη Ιουλίου του 2016, και σύμφωνα με το Euranet Plus: «Η Επιτροπή απέσυρε την επιβολή προστίμων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία για την παραβίαση των δημοσιονομικών κανονισμών της ΕΕ σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τον ευρωσκεπτικισμό» (27.7.2016). Ο Επίτροπος Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων, πρώην τροτσκιστής Pierre Moscovici, εξήγησε: «Δεν θεωρούμε ότι μια τιμωρητική προσέγγιση θα ήταν η πιο κατάλληλη σε μια περίοδο που οι λαοί αμφισβητούν την Ευρώπη».
18. Αλλά δεν ήταν μόνο το ευρωενωσιακό κατεστημένο που απάντησε με ξεκάθαρα «πολιτικό» τρόπο σε διάφορα ζητήματα. Ηγέτες εθνών-κρατών επέλεξαν και οι ίδιοι «πολιτικές» στρατηγικές που αγνοούσαν τις συγκεκριμένες οικονομικές συγκυρίες: η πιο αποκαλυπτική περίπτωση ίσως να είναι αυτή της Ουγγαρίας. Έχει παρατηρηθεί ότι η Ουγγαρία, με ένα ποσοστό ανεργίας που υπολογίζεται στο χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ του 5.1%, υποφέρει από μια έλλειψη εργατικού δυναμικού που γίνεται τόσο έντονη, ώστε η εκρηκτική αύξηση των μισθών μοιάζει αναπόφευκτη (σύμφωνα με το Bloomberg, 2.8.2016). Κι όμως, όπως είναι γνωστό, η ουγγρική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια αμετακίνητη στάση ενάντια στη χρησιμοποίηση των μεταναστών ως εργατικού δυναμικού. Ο λόγος γι’ αυτό είναι επίσης γνωστός: έρευνες έχουν δείξει ότι το 90% της ουγγρικής κοινωνίας των πολιτών είναι εναντίον της μετανάστευσης (από όσους συμμετείχαν στο δημοψήφισμα του Οκτωβρίου του 2016, το 98% ψήφισαν κατά του δικαιώματος εισόδου προσφύγων στη χώρα τους).
Ζ – ΤΑ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
1. Η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι συμπτωματική μιας ευρύτερης τάσης σε όλη την Ευρώπη: τα κατεστημένα πολιτικά κομματικά συστήματα των ελίτ των εθνών-κρατών, αν και αποτελούν –σε τελική ανάλυση– επέκταση των δομών της ΕΕ, έπρεπε να προσαρμοστούν στις πραγματικότητες που τους επιβλήθηκαν από τις εκάστοτε κοινωνίες τους. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι, σε κάποιον βαθμό, οι «από τα κάτω» πολιτικές που ενστερνίζεται το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού –και ιδίως τα λαϊκά αισθήματα εναντίον της μετανάστευσης– έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους μέσα στις ίδιες τις δομές και τις πρακτικές των κυρίαρχων πολιτικών κομματικών συστημάτων. Όλα ή τα περισσότερα από αυτά τα πολιτικά κομματικά συστήματα έπρεπε να ανταποκριθούν στον πολιτισμικό εθνικισμό που ξεπήδησε μέσα από τα εκλογικά τους σώματα.
2. Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να πει ότι οι τοπικές κυβερνήσεις των εθνών-κρατών δεν πρέπει να θεωρούνται στατικές, αμετακίνητες οντότητες, απαθείς μπροστά στις κοινωνικές πιέσεις που αμφισβητούν τις πολιτικές τους. Κάτι που ισχύει ακόμα περισσότερο όταν η αμφισβήτηση αυτή είναι καλά οργανωμένη – σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις των εθνών-κρατών είτε θα αλλάξουν κατεύθυνση είτε θα διακινδυνεύσουν την πτώση τους.
3. Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος – δεν είχε άλλη επιλογή παρά να προσαρμοστεί στη λαϊκή απαίτηση για Brexit. Εάν δεν προσαρμοζόταν αναλόγως, θα έβλεπε την πολιτική του ηγεμονία να αμφισβητείται από τον οργανωμένο πολιτικό λόγο ενός κόμματος όπως το UKIP. Άλλο παράδειγμα είναι αυτό των Κοινωνικών Δημοκρατών της Αυστρίας: όπως μετέδιδε το Reuters τον Αύγουστο του 2016, αυτή η πολιτική οργάνωση βρέθηκε υπό τεράστια πίεση τόσο από τους εταίρους του της Συντηρητικής συμμαχίας όσο και από το Κόμμα της Ελευθερίας (που η αντι-μεταναστευτική και αντι-μουσουλμανική πλατφόρμα του του έδωσαν το 46.2% των ψήφων). Ακόμα και ο Ρέντζι στην Ιταλία, στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει την επιρροή πολιτικών δυνάμεων όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λίγκα του Βορρά, άσκησε κριτική στον τρόπο λήψης αποφάσεων εκ μέρους της ΕΕ σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα και με τους κανόνες δημοσιονομικής προσαρμογής (και πάλι, όπως ξέρουμε, το συνταγματικό δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 2016 απέφερε ένα απίστευτο «Όχι» του 59.1% έναντι του 40,9% του «Ναι»).
4. Αλλά η προσαρμογή των κατεστημένων πολιτικών κομματικών συστημάτων είναι πιο εμφανής στο πολιτισμικό πεδίο, και κυρίως αναφορικά με την εισροή μουσουλμάνων μεταναστών.
H – ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
1. Η ίδια η κυριαρχία της «πολιτικής στιγμής» έχει μεταφραστεί, σε λαϊκό επίπεδο, στην κυριαρχία μιας πολιτικής συνείδησης που περιστρέφεται γύρω από την εθνική κουλτούρα. Αυτό φαίνεται από μια γενικευμένη απόπειρα εκ μέρους διάφορων τμημάτων της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών να υπερασπιστούν την εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα (πράγμα το οποίο έχει γεννήσει ένα μάλλον πολύπλοκο και εκλεπτυσμένο «Κίνημα για την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα» – “Identitarian Movement” [2] ανάμεσα σε νέους διανοούμενους οι οποίοι αρθρώνουν έναν «νέο εθνικισμό» που απορρίπτει τον σωβινισμό – σε αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε). Φυσικά, η ανάδυση μιας λαϊκής πολιτισμικής πολιτικής πρέπει να ιδωθεί ως απάντηση στην πολιτισμική επιρροή που έχει η μετανάστευση, που είναι από μόνη της μία διάσταση της παγκοσμιοποίησης.
2. Η διάδοση μιας τέτοιας λαϊκής συνείδησης έχει καταγραφεί από διάφορα “fact tanks” – τον Απρίλιο-Μάιο 2016, το αμερικανικό Pew Research Center διεξήγαγε μια έρευνα για την Ευρώπη γύρω από τα λαϊκά αισθήματα. Μεταξύ άλλων ευρημάτων, στις 8 από τις 10 χώρες που αφορούσε η έρευνα πάνω από το 50% των ανθρώπων είπαν ότι ένιωθαν πως η εισροή «προσφύγων» αύξανε την πιθανότητα τρομοκρατικών επιθέσεων στη χώρα τους. Η έρευνα βρήκε, επίσης, ότι η πλειοψηφία σε χώρες όπως η Ελλάδα (65%), η Ουγγαρία (72%), η Ιταλία (69%), η Ισπανία (50%) και η Πολωνία (66%) «εκφράζει αρνητική στάση τόσο απέναντι στους μουσουλμάνους όσο και απέναντι στους πρόσφυγες».
3. Ανταποκρινόμενες άμεσα σε μια τέτοια πραγματικότητα, οι κατεστημένες ελίτ δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να προσαρμόσουν τον πολιτικό τους λόγο και τις πολιτικές τους πρακτικές ανάλογα. Έτσι, σε μια συνέντευξη τύπου στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης του G20 τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Tusk –ως πρόεδρος της ΕΕ– δήλωσε ότι η Ευρώπη «αγγίζει τα όριά της» όσον αφορά την εισροή μεταναστών. Τον Οκτώβριο του 2016, η ΕΕ υπέγραψε μια συμφωνία με την αφγανική κυβέρνηση που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να απελαύνουν αιτούντες άσυλο πίσω στο Αφγανιστάν υποχρεώνοντας τη χώρα να τους δέχεται.
4. Σε επίπεδο εθνών-κρατών της ΕΕ, είδαμε συγκεκριμένες κατεστημένες ελίτ να παίρνουν μέτρα για να ελέγξουν την εισροή μεταναστών. Είδαμε την Αυστρία, για παράδειγμα, να απειλεί να μηνύσει την Ουγγαρία επειδή επέτρεπε σε μετανάστες να διασχίσουν τα κοινά σύνορά τους. Με δεδομένη τη γενική στάση της Αυστρίας σχετικά με τη μετανάστευση μουσουλμάνων –και ειδικά με δεδομένη την αρνητική της στάση αναφορικά με το ζήτημα της παραχώρησης βίζας σε Τούρκους–, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αποκήρυξε την Αυστρία ως «πρωτεύουσα του ριζοσπαστικού ρατσισμού» (Reuters, 5.8.2016).
5. Η Ουγγαρία –από τη μεριά της– και μαζί με χώρες όπως η Τσεχική Δημοκρατία και η Πολωνία, συνέχισε να κλείνει τα σύνορά της σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη μετανάστευση. Η Ομάδα του Βίζεγκραντ έθεσε για τον εαυτό της έναν κεντρικό στόχο: να ανατρέψει συνολικά την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Επιπλέον, κι όπως έχει παρατηρήσει ο Daniel Pipes από το Middle East Forum, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επέμεναν ότι μόνο χριστιανοί Σύριοι θα γίνονταν αποδεκτοί ως πρόσφυγες. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας δήλωσε ρητά ότι ο «χριστιανικός πολιτισμός» της Ευρώπης έπρεπε να προστατευτεί. Γενικά, μια τοπικιστική ιδεολογία αναδύθηκε ως κυρίαρχη εθνο-κρατική ιδεολογία.
6. Τον Σεπτέμβριο του 2016, η Βρετανία και η Γαλλία αποφάσισαν να οικοδομήσουν το «Μεγάλο Τείχος του Καλαί» για να ελέγξουν τη ροή μεταναστών από τη «Ζούγκλα του Καλαί» προς τη Βρετανία.
7. Η ίδια η Γερμανία δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσαρμόσει τη μεταναστευτική της πολιτική στο λαϊκό αίσθημα. Μετά τις επιθέσεις του ISIS σε γερμανικό έδαφος, το ινστιτούτο ερευνών GfK βρήκε ότι, τον Ιούλιο του 2016, το 83% των Γερμανών ένιωθε ότι «οι μεταναστευτικές ροές είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Γερμανία». Τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 2016, η κυβέρνηση της Μέρκελ: α) ανακάλεσε την πολιτική της των «Ανοιχτών συνόρων» – με άλλα λόγια, δεν επρόκειτο να επιτρέψει μια επανάληψη της μεταναστευτικής εισροής του 2016, β) έκανε πίσω στην απόφασή της να αναστείλει τη Συμφωνία του Δουβλίνου ΙΙ, γ) ανακοίνωσε τα σχέδιά της να απελάσει 100.000 μετανάστες, δ) ώθησε την ΕΕ να επιστρέφει πλοία στην Αφρική, ε) επέβαλε απαγόρευση στη μουσουλμανική μπούρκα που καλύπτει όλο το πρόσωπο – η ίδια η Μέρκελ υποστήριξε ότι η μουσουλμανική μπούρκα «δεν είναι συμβατή με τη γερμανική κουλτούρα» (βλ., μεταξύ άλλων, Reuters, 7.12.2016). Γνωρίζουμε ότι τέτοιου είδους αντιδράσεις δεν ήρθαν απλώς ως απάντηση στην αναδυόμενη δύναμη του ευρωσκεπτικιστικού Εναλλακτικοί για τη Γερμανία – η Μέρκελ απαντούσε επίσης και στα αυξανόμενα αντι-μεταναστευτικά αισθήματα του ίδιου της του κόμματος, του CDU, όπως επίσης και του συνόλου της γερμανικής κοινωνίας των πολιτών.
8. Η κυριαρχία της πολιτισμικής πολιτικής σε όλο τον δυτικό κόσμο συμβολίζεται ίσως με τον καλύτερο τρόπο από την ιδεολογικο-πολιτισμική αντιπαράθεση σχετικά με την μπούρκα, το μπουρκίνι και άλλα μουσουλμανικά θρησκευτικά συμπληρώματα ένδυσης. Σε μια γενικευμένη απόπειρα υπεράσπισης της πολιτισμικής ταυτότητας, έχουμε δει τέτοιες ιδεολογικο-πολιτισμικές αντιπαραθέσεις να διαδραματίζονται σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (κάποιες έχουν φτάσει σε σημείο να απαγορεύσουν την μπούρκα, άλλες έχουν προσπαθήσει να ρυθμίσουν τη συγκεκριμένη πρακτική κ.ο.κ.). Αυτή η ουσιωδώς πολιτισμική διαμάχη έχει επεκταθεί και πέρα από τα σύνορα της ευρωπαϊκής ηπείρου, λαμβάνοντας διάφορες μορφές. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι τουλάχιστον μία πόλη στο ανατολικό Μίσιγκαν έχει προσπαθήσει να απαγορέψει την ανέγερση τεμένους στην περιοχή της. Όλες αυτές οι εξελίξεις είναι ενδεικτικές ενός καίριου ιστορικού φαινομένου: της ανάδυσης ενός «Κινήματος για την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα» (“Identitarian Movement”) στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο.
Θ – Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΟΥ «ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ»
1. Ο Eric Hobsbawm –συμπίπτοντας αρκετά με τον Joshua Landis– είχε πει ότι ο 21ος αιώνας θα χαρακτηριστεί από τον αγώνα των εθνών-κρατών να διεκδικήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα και την εθνική τους ταυτότητα έναντι της παγκοσμιοποίησης.
2. Οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση είναι, φυσικά, οι δυνάμεις της «Φιλελεύθερης-Αριστερής Συμμαχίας». Σε σχέση με τον ρόλο της Αριστεράς σε αυτό τον αγώνα, ο αριστερός Βρετανός αναλυτής Tim Pendry, σε ένα του άρθρο με τίτλο “Insurgents and the Stupid Class” («Οι στασιαστές και η Ηλίθα Τάξη»), γράφει: «… η απάντηση της Αριστεράς [στην παγκοσμιοποίηση] ήταν να την οικειοποιηθεί και μετά να εγκαταλείψει το έθνος-κράτος υπέρ μιας … πολιτισμικής χειραγώγησης» (βλ. TPPR Blog, 10.11.2016).
3. Ως άμεση απάντηση σε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, είδαμε την ανάδυση της αποκαλούμενης «Εναλλακτικής Δεξιάς». Παρόλο που επρόκειτο εντέλει να εμφανιστεί ως μείζον ιστορικό κίνημα των λαϊκών μαζών σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, ταυτόχρονα ενισχύθηκε από διάφορα στοιχεία μιας «Δεξιάς διανόησης». Η λεπτή σκέψη αυτών των διανοούμενων –που προειδοποιούν, μεταξύ άλλων, για την ηθική αδυναμία της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών έναντι μιας παραβατικής και μη αφομοιώσιμης μεταναστευτικής υποκουλτούρας– απεικονίζεται ίσως με τον καλύτερο τρόπο στην ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη Ruben Östlund (βλ. «Το παιχνίδι» – “Play”, 2011). Αλλά ο πολιτικός λόγος αυτής της νέας «διανοούμενης Δεξιάς» αρθρώνεται κυρίως μέσα από μια μεγάλη ποικιλία ιστότοπων, όπως τα www.countercurrents.org, www.alternativeright.com, και πολλά άλλα.
4. Ο «Εναλλακτικός Δεξιός» ιστότοπος με τη μεγαλύτερη επιρροή ίσως να είναι το www.breitbart.com, που διευθύνει ο Steve Bannon και που λειτούργησε ως ο βασικός ιδεολογικός μηχανισμός της καμπάνιας του Τραμπ. Τοποθετώντας συστηματικά τον λόγο του απέναντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ, το Breitbart συνιστά έναν άμεσο συνδετικό κρίκο με τις λαϊκές μάζες σε όλο τον δυτικό κόσμο – παρέχει πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο και μια διαρκή ιδεολογική τροφοδότηση. Εξίσου σημαντικό είναι και το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής, που διευθύνει ο Richard Spencer (www.npiamerica.org) – ιδρύθηκε το 2005 και περιγράφει τον εαυτό του ως «ανεξάρτητη οργάνωση αφιερωμένη στην κληρονομιά, την ταυτότητα και το μέλλον ανθρώπων ευρωπαϊκής καταγωγής» σε όλο τον κόσμο.
5. Αλλά οπωσδήποτε η πιο σημαντική ιδεολογική έκφραση αυτού του λαϊκού κινήματος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχει πραγματοποιηθεί μέσω του πολύπλοκου μαζικού δικτύου του Facebook και του Twitter ως μορφών πληροφόρησης. Οι χρήστες «επανεφευρίσκουν» διαρκώς αυτά τα πεδία ιδεολογικού αγώνα έτσι ώστε να εκφράσουν τις πολιτικές τους απόψεις και τα πολιτισμικά τους αισθήματα. Με κάποια έννοια, ο ιστός των κοινωνικών δικτύων έχει γίνει κάτι σαν «σαμιζντάτ» για το νέο κίνημα.
6. Η αποκαλούμενη «Εναλλακτική Δεξιά» συνιστά «εναλλακτικό» ιδεολογικό ρεύμα με μια διττή σημασία: είναι «εναλλακτική» τόσο ως προς τη συμβατική Δεξιά όσο και ως προς την παραδοσιακή Αριστερά. Αυτοαποκλήθηκε «Δεξιά», επειδή ούτως ή άλλως η Αριστερά έχει σχεδόν πεθάνει, μην έχοντας πραγματική παρουσία πουθενά στον δυτικό κόσμο (παρά μόνο ως ιδεολογικός σύμμαχος των φιλελεύθερων υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης). Επιπλέον, αυτοαποκαλείται «Δεξιά» ως δάνειο από μια άλλοτε «πατριωτική» Δεξιά που σε άλλους καιρούς είχε τοποθετήσει το έθνος-κράτος στο επίκεντρο. Αλλά απορρίπτει την τωρινή συμβατική Δεξιά των κατεστημένων ελίτ, που εκφράζουν την ατζέντα της παγκοσμιοποίησης. Ουσιαστικά, είναι «εναλλακτική» επειδή αποτελεί ένα κίνημα πολύ πέρα από την παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς. Με αυτή την έννοια, το να τη μειώνει κανείς σε ένα «ακροδεξιό» ιδεολογικό ρεύμα συνιστά απλώς κομμάτι ενός καλά ενορχηστρωμένου πολέμου προπαγάνδας εκ μέρους των κυρίαρχων ΜΜΕ.
7. Αυτό το κίνημα το σφυρηλάτησε η απτή πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης – αντιδρώντας στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, δε γινόταν παρά να πάρει υπόσταση από έναν πυρήνα ιδεολογικού περιεχομένου το οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε «εναλλακτικό εθνικισμό» και που δεν θα μπορούσε να είναι ούτε αριστερός ούτε δεξιός (όροι που, ούτως ή άλλως, ανήκουν σε ένα παράδειγμα προγενέστερο του 21ου αιώνα – κι έκτοτε έχουμε δει μια ριζική αλλαγή παραδείγματος).
8. Η επιρροή του κινήματος που έχει αναδυθεί ως ένα περιεκτικό «εναλλακτικό εθνικιστικό» κίνημα είναι τόση ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία του ακόμα και στις τάξεις του οτιδήποτε απομένει από την Αριστερά. Στην πραγματικότητα, η δύναμη αυτής της επιρροής έχει καταστήσει την παλαιά διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς απαρχαιωμένη.
9. Έτσι, ο Βρετανός σκιώδης υπουργός Επιχειρηματικής Δράσης του Εργατικού Κόμματος Clive Lewis δήλωσε τον Νοέμβριο του 2016 ότι το κόμμα του ήταν υποχρεωμένο να «επανεφεύρει τον αγγλικό εθνικισμό» (βλ., μεταξύ άλλων, “Business Insider”, 15.11.2016). Παρομοίως, ο βουλευτής των Εργατικών Dan Jarvis προσπάθησε να αναζωογονήσει το κόμμα μέσω ενός «αριστερού πατριωτικού εθνικισμού». Οι τάσεις που ξεπήδησαν μέσα στο Εργατικό Κόμμα περιγράφηκαν ως εξής από το περιοδικό “New Statesman”: «Αργά αλλά σταθερά, το ζήτημα του πατριωτισμού βρίσκει τη θέση του στο Κόμμα των Εργατικών» (29.9.2016). Και είδαμε επίσης ποικίλες ιδεολογικές τάσεις να αναδύονται εντός ή στην περιφέρεια αυτού του κόμματος, τάσεις που αυτοπροσδιορίζονταν με όρους όπως «προοδευτικοί εθνικιστές», «δημοκράτες εθνικιστές», κ.ο.κ. (βλ., μεταξύ άλλων, το Κίνημα για τη Δημοκρατία στο Ηνωμένο Βασίλειο, www.democracymovement.org.uk).
10. Μια τέτοια «αποπλάνηση» στοιχείων της Αριστεράς από τη νέα, επιλεγόμενη «Εναλλακτική Δεξιά» έγινε φανερή και στις ΗΠΑ μετά τη νίκη του Τραμπ. Σύμφωνα με το WSWS, το «World Socialist Web Site»: «Η Tulsi Gabbard, μέλος του Κονγκρέσου από τη Χαβάι και πρώιμη υποστηρίκτρια … του Δημοκρατικού Κόμματος για τον Μπέρνι Σάντερς συναντήθηκε με τον Τραμπ … για να συζητηθεί μια πιθανή τοποθέτησή της στη νέα διοίκηση. Η συνάντηση υπογραμμίζει τη σύνδεση ανάμεσα στον οικονομικό εθνικισμό του Σάντερς … και στην πολιτική ατζέντα του Τραμπ» (22.11.2016). Λέγεται ότι η Gabbard υποστηρίζει τον «οικονομικό προστατευτισμό», τη λήψη μέτρων κατά της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης και δίνει έμφαση στον πόλεμο κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας.
11. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία (όπως επίσης και σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο), μπορεί κανείς να παρατηρήσει γενικά να λαμβάνει χώρα κάποιο είδος «ιδεολογικής συνδιαλλαγής» σε επίπεδο κοινωνικών δικτύων ανάμεσα σε υποστηρικτές ή συμπαθούντες της αποκαλούμενης «Εναλλακτικής Δεξιάς» και σε αριστερούς, από τους πιο κριτικά σκεπτόμενους αυτού του χώρου. Οι εμπλεκόμενοι σε αυτή την εξελισσόμενη ανταλλαγή ιδεών αρνούνται να δουν τον εαυτό τους ως τυφλούς υποστηρικτές κάποιου πολιτικού στρατοπέδου σαν να ήταν οπαδοί ποδοσφαιρικής ομάδας. Βλέπουμε έτσι μια πρωτόγονη, πρωταρχική φάση κάποιου είδους σύγκλισης μεταξύ της αποκαλούμενης «Εναλλακτικής Δεξιάς» και στοιχείων της Αριστεράς.
12. Στη Γαλλία, αυτό το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως η «Γαλλική Στροφή», όντας ένα φαινόμενο που ενδεχομένως να αποδυναμώσει –σχεδόν σε βαθμό εξάλειψης– τον κάποτε έντονο διαχωρισμό ανάμεσα στη γαλλική Δεξιά και στη γαλλική Αριστερά. Σε ένα ομώνυμο άρθρο, ο Fred Siegel εξετάζει «Πώς η Μαρί Λεπέν έγινε σιωπηλά η αριστερή υποψήφια των γαλλικών εκλογών» (βλ. “City Journal”, 30.11.2016). Αναφορικά με τον François Fillon –τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων για τις προεδρικές εκλογές του 2017– ο Siegel παρατηρεί ότι το γεγονός ότι έλαβε το χρίσμα «θολώνει τις έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς όπως τις ξέρουμε». Κοινωνικά συντηρητικός με φιλελεύθερες απόψεις, ο Fillon «υπόσχεται να καταργήσει μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, να θέσει τέλος στο 35ωρο» κ.ο.κ. Απαντώντας σε αυτό, όπως παρατηρεί περαιτέρω ο Siegel, «οι ψηφοφόροι φαίνεται να έχουν γείρει προς τα δεξιά». Αλλά μια τέτοια ροπή δεν περιγράφει με ακρίβεια τη νέα κατάσταση, καθώς προϋποθέτει ότι «η νοερή γεωγραφία που χαρτογραφεί την Αριστερά και τη Δεξιά έχει ακόμα νόημα. Οι ίδιοι οι όροι αριστερά και δεξιά προέρχονται από τα πρώιμα στάδια της Γαλλικής Επανάστασης». Ο Siegel βγάζει το ακόλουθο συμπέρασμα: «την ψήφο της εργατικής τάξης, που κάποτε τη διεκδικούσε η Αριστερά, οι Γάλλοι Σοσιαλιστές την έχουν εγκαταλείψει, και σαν τους ομοϊδεάτες τους στην Αμερική, τρέχουν κυνηγώντας μια δίχως συνοχή συμμαχία ανάμεσα σε γκέι, μουσουλμάνους και φεμινιστές ψηφοφόρους».
13. Όσοι Γάλλοι Σοσιαλιστές δεν θέλουν να «εγκαταλείψουν» την ψήφο της εργατικής τάξης δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τους οργανικούς δεσμούς τους μαζί της μιλώντας στη γαλλική εργατική τάξη σε μια γλώσσα που θυμίζει την αποκαλούμενη «Εναλλακτική Δεξιά». Τέτοια περίπτωση είναι η περίπτωση του Γάλλου Σοσιαλιστή πολιτικού Herbert Védrine που, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο EurActive.com (21.12.2016), εξέφρασε μια θέση πολύ επικριτική απέναντι στους «Ευρώφιλους», τους οποίους προσδιόρισε ως μια συμμαχία ανάμεσα στις ελίτ και στα μίντια. Σύμφωνα με τον Védrine, αυτή η συμμαχία των «Ευρώφιλων» «αντιμετώπισε οποιονδήποτε αντιτίθεται ή αμφισβητεί [την ΕΕ] ως οπισθοδρομικό ηλίθιο, παλιομοδίτη εθνικιστή και σωβινιστή. Η περιφρόνηση που έδειξαν οι ελίτ για τον λαό συνέβαλε στην απόσταση που βλέπουμε τώρα».
14. Αλλά αυτή η απάλυνση του διαχωρισμού Αριστεράς-Δεξιάς είναι εμφανής και σε πολυάριθμες άλλες περιπτώσεις – άλλο ένα παράδειγμα του ίδιου ακριβώς φαινομένου είναι τα γεγονότα που συνέβησαν στην αριστερή νορβηγική εφημερίδα “Klassekampen”. Ένας από τους κύριους αρθρογράφους της, ο κομμουνιστής ακαδημαϊκός Trond Andresen, απολύθηκε από τη θέση του αφού υποστήριξε σε ένα άρθρο του ότι η Μαρί Λεπέν θα ήταν καλύτερη επιλογή από τον «υπέρμαχο της παγκοσμιοποίησης συντηρητικό» Fillon. Ο Andresen εξέθεσε μια σειρά συμπτώσεων μεταξύ των δικών του θέσεων και των θέσεων του Εθνικού Μετώπου – μεταξύ άλλων αυτές περιελάμβαναν: α) την εγκατάλειψη του ευρώ, β) μια εθνική βιομηχανική πολιτική (συμπεριλαμβανομένου του «οικονομικού προστατευτισμού»), γ) περιορισμό της μετανάστευσης, δ) την υπεράσπιση του κοσμικού κράτους, ε) την υπεράσπιση μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, στ) την εναντίωση στους πολέμους της Αμερικής που στοχεύουν στην αλλαγή καθεστώτων, ζ) συνεργασία με τη Ρωσία, και η) την εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση (πβ., μεταξύ άλλων, “Sputnik International”, 18.12.2016).
15. Φυσικά, αυτό το είδος των αιτημάτων πάνω κάτω εκφράζουν την τεράστια πλειοψηφία του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου. Αντικειμενικά μιλώντας, αυτά τα αιτήματα δεν ανήκουν ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Όλα μαζί, ωστόσο, όντως συγκροτούν τον ιδεολογικό πυρήνα ενός «ταυτοτικού» (“Identitarian”), μη σοβινιστικού «εναλλακτικού εθνικισμού». Από την άλλη μεριά, η εξάλειψη του διαχωρισμού Αριστεράς-Δεξιάς –που οπωσδήποτε υπονοούν αυτές οι εξελίξεις– δεν συνιστά απαραίτητα και απόρριψη της παραδοσιακής δυτικής κοινωνικής θεωρίας, είτε πρόκειται για τη θεωρία της Αριστεράς είτε της Δεξιάς. Στην πραγματικότητα, ακριβώς αυτή η κοινωνική θεωρία –από τον Ανρί Λεβέβρ ως τον Ρέιμον Αρόν – μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις πρώιμες φάσεις του 21ου αιώνα.
[1] Τελικά, και όπως πλέον γνωρίζουμε, η TTIP θα εγκαταλειφθεί από τους ίδιους τους Αμερικανούς, κατόπιν πρωτοβουλίας του νέου Αμερικανού προέδρου Trump.
[2] Στα ελληνικά ο όρος δεν έχει βρει την απόδοσή του, έχει προταθεί ωστόσο και η απόδοση «ταυτοτιστές» – Σ.τ.Μ.
P. Tourikis (“Nikos Vlachos”), 25.12.2016