ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ:

1. Ξέρουμε ότι στις 5 Νοεμβρίου, 2015, η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος
οργάνωσε ένα μαζικό συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος ενάντια στον
υπουργό Παιδείας του Σύριζα. Ο υπουργός είχε αρνηθεί ότι η κυβέρνηση των
Νεότουρκων διέπραξε γενοκτονία ενάντια στον Ποντιακό λαό την περίοδο
1916-1923.

2. Τόσο το ίδιο το συλλαλητήριο όσο και τα γεγονότα της πλατείας
Συντάγματος χρήζουν ανάλυσης – το βασικό ερώτημα είναι: ήταν αυτά τα
γεγονότα απλώς μεμονωμένα περιστατικά με μικρή κοινωνικο-πολιτική σημασία,
ή είναι βαθιά συμπτωματικά της τωρινής ελληνικής συγκυρίας;

3. Καταρχήν, πρέπει να πούμε ότι το ποντιακό συλλαλητήριο ήταν αφ’ αυτού
του «βίαιο», όσον αφορά τα αντι-τουρκικά του συναισθήματα – οι
συμμετέχοντες έκαψαν την τουρκική σημαία χορεύοντας γύρω της. Ο ιδεολογικός
λόγος του συλλαλητηρίου ήταν εξίσου «βίαιος» – ο κόσμος φώναζε, για
παράδειγμα, συνθήματα όπως «Σκατά, σκατά στον τάφο του Κεμάλ», «Τούρκοι θα
πεθάνετε σε χώμα ελληνικό», κτλ.

4. Επίσης σημαντική είναι η παρόμοιας έντασης «βιαιότητα» των Ποντίων
διαδηλωτών όσον αφορά τον λόγο τους εναντίον του υπουργού Παιδείας, στην
ουσία εξομοιώνοντάς τον με τον εχθρό τους – με το «Φίλη τουρκάκι,
γιουσουφάκι» να είναι από τα βασικά τους συνθήματα εναντίον του. Αυτό που
υπαινίσσονταν ήταν πως η ίδια η κυβέρνηση του Σύριζα είναι εξίσου
δουλοπρεπής απέναντι στα τουρκικά συμφέροντα.

5. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες Πόντιοι ένιωσαν προσβεβλημένοι
από την κυβέρνηση του Σύριζα και εξοργίστηκαν από τις ιδεολογικές θέσεις
του υπουργού της – όπως ανακοίνωσε η Ποντιακή ομοσπονδία: «Η παραμονή του
αρνητή του χειρότερου Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας στο Υπουργείο
Παιδείας προσβάλλει την ιστορική αλήθεια».

6. Η φύση της «βίας» του ποντιακού συλλαλητηρίου ήταν συμβολική. Ωστόσο
ξέρουμε πως, την ίδια στιγμή, είχαμε και σωματικές επιθέσεις ενάντια σε
βουλευτές. Αυτές οι σωματικές επιθέσεις παρουσιάστηκαν στο κοινό με
διαστρεβλωμένο τρόπο από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς (τα ΜΜΕ)
– στόχος τους ήταν να εμφανίσουν τις επιθέσεις ως μεμονωμένα φαινόμενα
«βαρβαρότητας» που εκτελέστηκαν από ακραία στοιχεία του πολιτικού κόμματος
της Χρυσής Αυγής.

7. Πρέπει να σταθούμε στο τι πραγματικά συνέβη. Αυτοί που συμμετείχαν στις
σωματικές επιθέσεις μπορούν να χωριστούν σε τουλάχιστον τρεις ομάδες: (i)
μέλη, υποστηρικτές, συμπαθούντες ή ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής (ii) μέλη,
υποστηρικτές, συμπαθούντες ή ψηφοφόροι του ΕΠΑΜ (iii) αυθόρμητα πλήθη με
άγνωστο «ιδεολογικό» προσανατολισμό (που ανήκουν και στα δύο φύλα, σε όλο
το ηλικιακό φάσμα).

8. Οι παραπάνω ομάδες συμμετείχαν ενεργά στις επιθέσεις. Ωστόσο, είναι
σημαντικό ότι είχαμε και την παθητική αποδοχή αυτών των επιθέσεων από την
τεράστια πλειοψηφία των διαδηλωτών – δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπήρξαν
εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ των διαδηλωτών για το εάν έπρεπε ή όχι να
επιτρέψουν να εξελιχθούν τα πράγματα όπως εξελίχθηκαν (εάν είχε υπάρξει
έστω και μία υπόνοια τέτοιας διαίρεσης, τα ΜΜΕ φυσικά θα την είχαν φέρει
αμέσως στο προσκήνιο).

9. Τόσο η «ιδεολογική» ποικιλομορφία όσων συμμετείχαν ενεργά όσο και η
παθητική αποδοχή των υπολοίπων υποβαθμίστηκαν σκόπιμα (ή λογοκρίθηκαν) από
τα ΜΜΕ.

10. Το γεγονός ότι υπήρχε «ιδεολογική» ποικιλομορφία εκ μέρους όσων
διέπραξαν τις επιθέσεις έχει πολύ μεγάλη σημασία – σημαίνει ότι το γεγονός
αυτό δεν μπορεί να απορριφθεί ως αντικοινωνική συμπεριφορά μερικών
εξτρεμιστών. Αυτή η «ποικιλομορφία» έχει επαληθευτεί και από ένα από τα
θύματα των επιθέσεων –τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Μιλτιάδη
Βαρβιτσιώτη–, ο οποίος δήλωσε: «Δέχθηκα έναν προπηλακισμό από ανθρώπους που
προέρχονταν από όλα τα ιδεολογικά ρεύματα».

11. Οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει κανείς τις επιθέσεις
ενάντια στους βουλευτές προϋποθέτει και μια ανάλυση της κοινωνιολογικής
μορφολογίας όσων συμμετείχαν (είτε ενεργά είτε παθητικά). Ας ξεκινήσουμε με
τους συμπαθούντες της Χρυσής Αυγής. Ως ψηφοφόροι (αντιπροσωπεύοντας ένα
καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 7% των Ελλήνων), αυτή η κοινωνική ομάδα
εκφράζει ένα στιβαρό «ΟΧΙ» στα μνημόνια που έχει επιβάλει η Γερμανία, και
ένα ακόμα πιο στιβαρό «ΟΧΙ» σε οτιδήποτε απειλεί τα εθνικά θέματα. Στην
ουσία, η κοινωνική αυτή ομάδα –ως ευρύτερο κοινωνικο-πολιτισμικό φαινόμενο,
και όχι απαραίτητα ως υποστηρικτές ενός πολιτικού κόμματος– εκφράζει μια
θέση που υπερβαίνει όλες τις ιδεολογίες που αναδύθηκαν στα τέλη του 19ου
και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ουσιαστικά, αυτή η θέση υπερβαίνει την
παραδοσιακή διαιρετική γραμμή «Αριστεράς»-«Δεξιάς» (κι αυτό ισχύει κυρίως
για τους νέους, μια κοινωνική κατηγορία που σε κάθε περίπτωση στέκεται εδώ
και πολύ καιρό κυνικά απέναντι στα πολιτικά κόμματα). Επιπλέον, η ομάδα
αυτή εναντιώνεται συνολικά στο ελληνικό Πολιτικό Κομματικό Σύστημα, το
οποίο ιδεολογικά έχει οργανωθεί γύρω από τον συγκεκριμένο διαιρετικό λόγο
«Αριστεράς»-«Δεξιάς». Ένας τέτοιος λόγος θεωρείται ξεπερασμένος, και το
συνακόλουθο Πολιτικό Κομματικό Σύστημα επικίνδυνο για τα εθνικά και λαϊκά
συμφέροντα. Ιδωμένος μέσα από αυτό το πρίσμα, ο αυθόρμητος ιδεολογικός
λόγος της συγκεκριμένης ομάδας έχει βαθιές και πλατιές ρίζες στη «βαθιά
κοινωνία» της ελληνικής μεσαίας τάξης (την οποία και χαρακτηρίζει αυτό που
ο Σταυρός Λυγερός –στον οποίο θα επανέλθουμε αργότερα– αναφέρει ως «εθνικό
αίσθημα των ψηφοφόρων»). Υπάρχουν σχεδόν αόρατοι κοινωνικο-πολιτισμικοί
δεσμοί ανάμεσα σε αυτή την ομάδα και στη λαϊκή συνείδηση της μεσαίας τάξης
– δεσμοί που σίγουρα είναι πολύπλοκοι και σίγουρα αντιφατικοί, αλλά
υπάρχουν.

12. Τόσο η παραπάνω ομάδα όσο και το υπόλοιπο πλήθος που συμμετείχε στις
επιθέσεις (συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτών του ΕΠΑΜ) χαρακτηρίζονταν
από μια ψυχολογία «πρωτόγονης» πολιτικής οργής που θύμιζε πολύ τους
«Αγανακτισμένους» του 2011-2012. Το «κίνημα» εκείνο ήταν πολύ
χαρακτηριστικό της «βαθιάς κοινωνίας» μιας πολιορκημένης μεσαίας τάξης – το
υποστήριζε τουλάχιστον το 75% του ελληνικού πληθυσμού, είτε ενεργά είτε
παθητικά (σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας). Τα γεγονότα της
5ης Νοεμβρίου 2015 συνιστούν μια σπασμωδική έκρηξη ενός
ενστικτώδους πολιτικού ξεσπάσματος σαν αυτό που εκδηλώθηκε το 2011-2012.

13. Οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί δεν παρέλειψαν να παρατηρήσουν τις
ομοιότητες ανάμεσα στα γεγονότα της 5ης Νοέμβρη και στην
πολιτική συμπεριφορά των «Αγανακτισμένων» του 2011-2012. Παράδειγμα, το
ακόλουθο αντιπροσωπευτικό κείμενο: «Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τελικά
μένει είναι η ευκολία με την οποία στήνονται δίκες και εμφύλιοι, η πρόβα
επιστροφής στο σκηνικό των "Αγανακτισμένων” με τις κρεμάλες και τα λάβαρα
και η κατρακύλα σε ένα πεδίο παρακμής και πολιτιστικής υστέρησης…» (“FREE
SUNDAY”, 8.11.2015, σ. 4). Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα γεγονότα του
2011-2012 κι αυτά της 5ης Νοέμβρη εξισώνονται πλήρως και
στιγματίζονται, και στις δύο περιπτώσεις, ως «φασιστικά», «βάρβαρα» και
«αντιδημοκρατικά» (στο ίδιο). Αυτό που υπονοείται είναι φανερό:
για τα ΜΜΕ, η «βαθιά κοινωνία» –δηλ. η τεράστια πλειοψηφία της ελληνικής
κοινωνίας των πολιτών– είναι «πολιτικά ορθή» και «δημοκρατική» όταν
αποδέχεται το Πολιτικό Κομματικό Σύστημα (όταν ψηφίζει και μετά
παρακολουθεί το «Σύστημα» από την TV), και είναι «φασιστική» και «βάρβαρη»
όταν αμφισβητεί ενεργά αυτό το «Σύστημα». Η χυδαία γλώσσα που
χρησιμοποιήθηκε από τα ΜΜΕ για να πετάξουν λάσπη στα πλήθη της 5 ης Νοεμβρίου είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που χρησιμοποιούσαν
για να εξουδετερώσουν τους «Αγανακτισμένους». Οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί
μηχανισμοί απεχθάνονται την ελληνική «βαθιά κοινωνία», όταν τα μέλη της
σπάνε τους κανόνες της κυρίαρχης ευρωπαϊκής/γερμανικής ιδεολογίας του
«πολιτικά ορθού».

14. Υποστηρίζουμε ότι η κοινωνικο-πολιτισμική μορφολογία όσων συμμετείχαν
το 2011-2012 και όσων συμμετείχαν στις 5 Νοεμβρίου είναι περίπου η ίδια.
Από την άλλη, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι υπήρχε μια αξιοσημείωτη απουσία
στα γεγονότα της 5ης Νοέμβρη, κι αυτή ήταν η απουσία των ενεργών
υποστηρικτών του αποκαλούμενου «Αριστερού» Σύριζα, που ούτως ή άλλως
βρίσκονται σε κατάσταση ιδεολογικής σύγχυσης και οργανωτικής αποδιοργάνωσης
(θα επανέλθουμε αργότερα στο ζήτημα της «Αριστερής» ιδεολογίας έναντι των
εθνικών θεμάτων).

15. Τώρα, ενώ οι συμμετέχοντες της 5ης Νοέμβρη ήταν πάνω κάτω
ίδιοι με τους «Αγανακτισμένους», ο σκοπός αυτών των δύο κοινωνικών
γεγονότων ήταν ουσιαστικά διαφορετικός. Παρόλο που η μορφολογία των
συμμετεχόντων ήταν παρόμοια, στο ποντιακό συλλαλητήριο επήλθε μια μέγιστη,
αν και όχι απόλυτη, μεταβολή.

16. Για να κατανοήσουμε αυτή τη μεταβολή, πρέπει να διακρίνουμε την
ιστορική διαδικασία των εξελίξεων στην ελληνική κοινωνία των πολιτών σε
τρία βασικά στάδια: Το 1ο στάδιο, από το 2011 ως το 2012,
χαρακτηρίστηκε από μια ξεκάθαρα οικονομική συνείδηση ατομικής επιβίωσης. Το
2ο στάδιο, ειδικά από το 2014 ως τα τέλη του 2015,
χαρακτηρίστηκε από την αφομοίωση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» στο
Πολιτικό Σύστημα μέσω του Σύριζα. Το 3ο στάδιο, μια στοιχειώδης
σπίθα του οποίου ξεπρόβαλε με τα γεγονότα της 5ης Νοεμβρίου (και
που μπορεί να μην ξανασηκώσει κεφάλι για πολύ καιρό), χαρακτηρίζεται από
μια ξεκάθαρα εθνική συνείδηση. Στο τελευταίο στάδιο, αυτό που κυριάρχησε
ήταν το ζήτημα της εθνικής επιβίωσης. Φυσικά, δεν θέλουμε να υπονοήσουμε
ότι το εθνικό ζήτημα είχε εντελώς αγνοηθεί στο 1ο στάδιο – όπως
επίσης δεν θέλουμε να πούμε ότι το οικονομικό ζήτημα είχε ξεχαστεί εντελώς
κατά τη στοιχειώδη εμφάνιση του 3ου σταδίου.

17. Αυτό που εννοούμε είναι πως το ίδιο το ποντιακό συλλαλητήριο (και όχι
απαραίτητα οι σωματικές επιθέσεις καθαυτές) αντιπροσωπεύει ένα σημείο
καμπής στη μορφολογία της κοινωνικής συνείδησης και των κοινωνικών
πρακτικών για πρώτη φορά μετά το 2011. Εδώ, γίναμε μάρτυρες της
κινητοποίησης μιας μερίδας της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών γύρω από ένα
καθαρά εθνικό, και όχι οικονομικό, ζήτημα. Με άλλα λόγια, η κοινωνική
συνείδηση μετακινήθηκε απ’ το ζήτημα της οικονομικής ατομικής επιβίωσης στη
συλλογική ανάγκη να επιδείξει μια πατριωτική ζωτική ορμή, ένα πατριωτικό
élan vital. Το διακύβευμα εδώ δεν ήταν απλώς η υλική ευημερία του ατόμου,
αλλά η συλλογική του ταυτότητα ως έθνους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το
συλλαλητήριο της 5ης Νοεμβρίου αποτέλεσε κάποια μορφή
πρωταρχικής γενικής πρόβας, ή μια «προ-γεννητική» σπίθα εθνικής συνείδησης,
που είχε στόχο να επανα-εγκαθιδρύσει αυτή την ταυτότητα.

18. Ξέρουμε ότι το ελληνικό έθνος-κράτος (και η συνεκτική εθνική συνείδηση
που αναγκαία πρέπει να το συνοδεύει) στις μέρες μας δέχεται επίθεση από τις
δυνάμεις του γερμανικού κρατικού εθνικισμού και τα οικονομικά συμφέροντα
που αυτός εκπροσωπεί. Το ποντιακό συλλαλητήριο αντιπροσώπευσε μια απόπειρα
να μετακινηθεί από μια θέση άμυνας σε μια θέση «επίθεσης», τουλάχιστον όσον
αφορά τον αντι-τουρκικό λόγο του και τον λόγο του ενάντια στον Σύριζα. Η
«επίθεση» αυτή ολοκληρώθηκε με τη σωματική επίθεση σε εκπροσώπους του
Πολιτικού Κομματικού Συστήματος: ο εγγενής «πρωτογονισμός» τέτοιων
πολιτικών πράξεων –απλές σωματικές επιθέσεις– είναι συμπτωματικός της
εγγενούς αδυναμίας των μεσαίων τάξεων να επιτύχουν μια αποτελεσματική
αυτο-οργάνωση σε πρωτοβάθμιο, λαϊκό επίπεδο (δεδομένης, τουλάχιστον, της
μακρόχρονης εξάρτησής τους από το Πολιτικό Κομματικό Σύστημα και τις
πελατειακές του σχέσεις). Κι όμως, η «πολιτική στιγμή» της 5ης
Νοεμβρίου εκφράζει μια συμβολική «επίθεση» που είχε στόχο να διασώσει το
ετοιμοθάνατο έθνος-κράτος.

19. Θα ήταν εντελώς λάθος να δούμε αυτές τις εξελίξεις σαν μια περίπτωση
που αφορά αποκλειστικά και μόνο την ποντιακή κοινότητα. Όπως είχε συμβεί
και με τους «Αγανακτισμένους» του 2011-2012, τα αισθήματα που εξέφρασαν οι
διαδηλωτές της 5ης Νοέμβρη πρέπει να ιδωθούν υπό το φως
γενικευμένων αισθημάτων με ρίζες στη «βαθιά κοινωνία» – ένα αόρατο δίκτυο
εθνικής συνείδησης συνέδεε όσους συμμετείχαν ενεργά στη διαδήλωση με
σημαντικούς τομείς της κοινωνίας των πολιτών, όποιοι κι αν είναι οι
ιδεολογικοί προσανατολισμοί αυτών των μη συμμετεχόντων (και που μπορεί
ακόμα και να τέμνουν τις όποιες κομματικές πολιτικές συμπάθειες). Έχοντας
αυτό υπόψη, η μετακίνηση από την αμυντική ηττοπάθεια στην αντεπίθεση είναι
πλήρως εξηγήσιμη με κοινωνιολογικούς όρους. Με λίγα λόγια, μπορούμε να
πούμε ότι η ελληνική κοινωνία των πολιτών, έχοντας παντελώς ηττηθεί στους
οικονομικούς της αγώνες, προσπαθεί τώρα να ξαναβρεί τον εαυτό της και τη
δύναμή της σε ένα άλλο πεδίο – και συγκεκριμένα στο επίπεδο των εθνικών
αγώνων. Αντικειμενικά μιλώντας, δεν έχει και μεγάλα περιθώρια επιλογής,
παρά να προσπαθήσει να ξεφύγει από το πεδίο όπου βρέθηκε απολύτως ηττημένη
(βλ. Μνημόνιο 3) και να αναμορφωθεί εκ νέου σε ένα πεδίο που υπόσχεται μια
κάποια πολιτική επιτυχία (εθνική ταυτότητα). Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν
αποκλείει καθόλου την πιθανότητα μιας οπισθοδρόμησης στον «οικονομισμό» του
1ου σταδίου. Μια παρόμοια οπισθοδρόμηση προς πρωταρχικά
οικονομικούς αγώνες θα επέφερε περαιτέρω ήττες, τη στιγμή που στο περιθώριο
θα «περιμένει» ένας αγώνας βασισμένος στην εθνική συνείδηση (η ιστορία ποτέ
δεν είναι μονόδρομη).

20. Για την ελληνική περίπτωση, η κίνηση της 5ης Νοέμβρη
–μετακίνηση από το 1ο στάδιο του πρωταρχικά οικονομικού αγώνα
στο 3ο στάδιο της πρωταρχικά εθνικής συνείδησης (στάδιο που
παραμένει εμβρυακό)– πρέπει να ερμηνευθεί με πολύ ακριβείς όρους. Το βασικό
στοιχείο εδώ είναι ότι μια τέτοια κίνηση στην πραγματικότητα ήταν μια
μετάβαση από τη δράση στο οικονομικό πεδίο (όπου τα συνδικάτα και ο Σύριζα
έπαιξαν ηγεμονικό ρόλο, μετά τη διάλυση των «Αγανακτισμένων») στη δράση στο
πολιτικό πεδίο.

21. Το ότι πρόκειται για μια τέτοια μετάβαση μπορούμε να το υποστηρίξουμε
με το επιχείρημα ότι, στην ελληνική συγκυρία, το περιεχόμενο της πολιτικής
συνείδησης είναι αυτό καθαυτό περιεχόμενο εθνικής συνείδησης. Αυτή η
εξίσωση (πολιτικό = εθνικό) εκφράζει την τωρινή συγκυρία με έναν πολύ
συγκεκριμένο τρόπο. Μπορούμε να πούμε ότι η «πολιτική στιγμή» είναι
κατεξοχήν η «εθνική στιγμή», δεδομένης της απειλής που δέχεται το ελληνικό
έθνος-κράτος από τις μετα-μοντέρνες οικονομικές πολιτικές του γερμανικού
κράτους. Το γεγονός ότι μια τέτοια «εξίσωση», έως τώρα τουλάχιστον, δεν
έχει αποτελέσει το κυρίαρχο φαινόμενο στις κινητοποιήσεις της κοινωνίας των
πολιτών είναι σίγουρα εξηγήσιμο – εδώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη την
κοινωνική-πολιτισμική ιστορία των μεσαίων τάξεων από τη δεκαετία του 1980
και εξής («μαζικός καταναλωτισμός» κτλ), τον κυρίαρχο ρόλο του Πολιτικού
Κομματικού Συστήματος που είχε αφομοιώσει οτιδήποτε «πολιτικό» κ.ά. Εν πάση
περιπτώσει, η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι δεν υπάρχει ποτέ κάποιο είδος
μηχανικής και αντανακλαστικής σχέσης ένα προς ένα ανάμεσα στις
αντικειμενικές συνθήκες και στις υποκειμενικές πρακτικές. Ποιες είναι αυτές
οι αντικειμενικές συνθήκες;

22. Ο γερμανικός κρατικός εθνικισμός, χρησιμοποιώντας τις δομές της ΕΕ έχει
εξαπολύσει μια πολύ μεγάλη επίθεση στα έθνη-κράτη της Ευρώπης, που έχουν
ιδρυθεί πάνω στις αρχές της εθνικής αυτοδιάθεσης όπως καθορίστηκαν αρχικά
στη Συνθήκη των Βερσαλλιών από το 1648. Ένα από τα πρώτα θύματα της
επίθεσης αυτής είναι η Ελλάδα (αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε τα παραδείγματα
της Γιουγκοσλαβίας και της Ουκρανίας) – έτσι, το να πολεμάει κανείς για την
επιβίωση του ελληνικού έθνους-κράτους σημαίνει ότι πολεμάει υπέρ της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του έθνους-κράτους και ότι αντιστέκεται στην
επιβολή μιας αυταρχικής αποικιοκρατίας. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να
πούμε ότι ένας εθνικός αγώνας θα ισοδυναμούσε με τον αγώνα για εθνική
δημοκρατία, καθιστώντας έτσι τη φύση ενός τέτοιου αγώνα θεμελιωδώς
πολιτική.

23. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, οποιοσδήποτε εν δυνάμει εθνικός αγώνας
μεταφράζεται σε αγώνα εναντίον συνολικά του ελληνικού Πολιτικού Κομματικού
Συστήματος. Κι αυτό ακριβώς εκφράσανε οι σωματικές επιθέσεις στους
βουλευτές κατά τα γεγονότα της 5ης Νοεμβρίου. Οι επιθέσεις στους
βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ήταν ταυτόχρονα και επιθέσεις εναντίον τόσο
του ΠΑΣΟΚ όσο και του Σύριζα. Και τα τρία πολιτικά κόμματα έχουν πει «ΝΑΙ»
στον γερμανικό κρατικό εθνικισμό. Και τα τρία κόμματα προσυπογράφουν
απολύτως την ιδεολογία της ΕΕ/Γερμανίας για έναν «ηθικισμό» υπέρ των
μεταναστών και για έναν «πολυπολιτισμό» που έχουν σκοπό να επιφέρουν τον
σταδιακό μαρασμό των εθνών-κρατών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, αυτόν τον
γερμανικής έμπνευσης «ηθικισμό» τον εξέφρασε απολύτως ο Δημήτρης
Αβραμόπουλος, ευρωπαϊκός επίτροπος για τη Μετανάστευση, και σημαίνον
στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας: συμβούλευσε τον ελληνικό λαό να «αγαπά» τους
πάνω από μισό εκατομμύριο μετανάστες που έχουν μπει στην Ελλάδα. Μια τέτοια
«αγάπη», φυσικά, αναμένεται να πάει χέρι χέρι με τις μνημονιακές πολιτικές
που στοχεύουν στην καταστροφή αυτών των ίδιων των δυνάμει «αγαπώντων» (στην
καταστροφή τους τόσο ως έθνους όσο και ως μεσαίας τάξης, αφού η μεσαία τάξη
αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του έθνους).

24. Ωστόσο, κατά τα γεγονότα της 5ης Νοέμβρη την άρνηση του
Πολιτικού Κομματικού Συστήματος δεν την εξέφρασαν μόνο οι σωματικές
επιθέσεις στους βουλευτές. Ένα κεντρικό σύνθημα του ποντιακού συλλαλητηρίου
έλεγε: «ΟΙ ΠΕΝΤΑΡΟΔΕΚΑΡΕΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΤΑΪΖΟΥΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΣΕΒΑΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΟΥΣ». Κατά κάποιον τρόπο, το σύνθημα αυτό υποστήριζε ότι αν και το Κράτος
θεωρεί τους φόρους που πληρώνουν οι πολίτες απλές «πενταροδεκάρες» (δήλωση
του ίδιου του υπουργού Παιδείας), είναι ωστόσο ακριβώς αυτές οι
πενταροδεκάρες που ταΐζουν όλους τους πολιτικούς – και είναι αυτές οι
«πενταροδεκάρες» που τώρα απαιτούν σεβασμό για την ίδια τους την ιστορία
(για την ποντιακή γενοκτονία). Με αυτό τον τρόπο, το ποντιακό συλλαλητήριο
συνέδεσε το πρόβλημα της υπερφορολόγησης με το πρόβλημα της έλλειψης
σεβασμού για την εθνική του ταυτότητα: και τα δύο ζητήματα τα έριξαν
κατάμουτρα στους Έλληνες πολιτικούς, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση
«ταΐζονται» από τον ελληνικό λαό.

25. Άλλα συνθήματα εξομοίωναν ακόμα περισσότερο τα κόμματα, παρουσιάζοντάς
τα σαν να ήταν ένα και το αυτό – για παράδειγμα, «ΣΑΝ ΝΕΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ/ ΣΑΝ
ΑΛΛΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ/ [Ο ΤΣΙΠΡΑΣ] ΑΠΕΔΕΙΞΕ ΑΛΟΙΜΟΝΟ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ/ ΠΩΣ ΗΤΑΝ
ΜΑΣΚΑΡΑΣ».

26. Τα συνθήματα μιλούσαν επιπλέον για τα σαράντα χρόνια «ψεμάτων» που
μοιράστηκαν στον ελληνικό λαό από όλα τα πολιτικά κόμματα,
συμπεριλαμβανομένης της «Αριστερής πτέρυγας» του Πολιτικού Κομματικού
Συστήματος – «ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΦΑΓΑΤΕ/ ΨΕΥΤΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΝΤΑΡΙ/ ΚΙ ΕΤΣΙ ΚΑΝΑΤΕ
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ/ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΛΩΝΑΡΙ».

27. Ιδιαίτερα όσον αφορά αυτό το «Αριστερό κλωνάρι», τα συνθήματα τόνιζαν
τον «εθνικό μηδενισμό» του και την ξεκάθαρη ευθυγράμμιση του Σύριζα με τις
πολιτικές της ΕΕ/Γερμανίας για τη μετανάστευση και την
«πολυπολιτισμικότητα»: «ΞΕΚΛΕΙΔΩΣΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ/ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ…».

28. Τέλος, ένα κεντρικό σύνθημα έθετε αυτό που ίσως μπορεί να θεωρηθεί το
κεντρικό πολιτικό παράδοξο της παρούσας συγκυρίας: πώς να εξηγήσει κανείς
ότι ο ελληνικός λαός μπόρεσε να ψηφίσει και να φέρει στην εξουσία μια
πολιτική οντότητα που ο κεντρικός του πυρήνας (αυτό το 4%) πάντα έδειχνε
περιφρόνηση (για να μην πούμε απέχθεια) απέναντι στα συμφέροντα των μεσαίων
τάξεων, όπως και μια πλήρη αποποίηση οποιουδήποτε «εθνικού» ζητήματος; Το
θέμα είναι πως ακριβώς αυτή η απάρνηση της «εθνικής ταυτότητας» εκ μέρους
του Σύριζα ήταν που κατέβασε τους Έλληνες Ποντίους στους δρόμους,
απαιτώντας «σεβασμό» γι’ αυτή την ίδια «εθνική ταυτότητα». Το παράδοξο (που
με συντομία προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε αναφερόμενοι στα τρία στάδια των
ιστορικών εξελίξεων από το 2011) εκφράστηκε συνθηματικά ως εξής: «ΓΙΑΤΙ
ΚΛΑΙΤΕ ΒΡΕ ΕΛΛΗΝΕΣ/ ΓΙΑΤΙ ΧΤΥΠΙΕΣΤΕ ΤΩΡΑ; / ΔΕΝ ΒΛΕΠΑΤΕ, ΔΕ ΝΙΩΘΑΤΕ/ ΠΩΣ
ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΜΠΟΡΑ;».

29. Το ίδιο αυτό ζήτημα το είχε θέσει ένας αριστερίζων αναλυτής πολύ πριν
αναλάβει ο Σύριζα την εξουσία. Το 2014, ο Σταύρος Λυγερός έγραφε αναφορικά
με τον Σύριζα: «Επισήμως λέει κάποιες γενικολογίες για να μην προκαλέσει το
εθνικό αίσθημα των ψηφοφόρων. Από την άλλη όμως ανέχεται, εάν δεν κλείνει
το μάτι σ’ όσους … υποστηρίζουν τις κάθε είδους διεκδικήσεις γειτόνων σε
βάρος του Ελληνισμού … Είναι αυτοί που αποκαλούν το τουρκοκυπριακό
ψευδοκράτος “κράτος” και τη μουσουλμανική μειονότητα “τουρκική”… Είναι
αυτοί που χαρακτηρίζουν τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στην καλύτερη
περίπτωση “ανταγωνισμό δύο εθνικισμών» και στη χειρότερη “φαντασιώσεις των
Ελλήνων εθνικιστών”. Είναι οι ίδιοι που ζητάνε να μην εμποδίζεται η είσοδος
παράνομων μεταναστών, αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα ως χώρο και όχι ως χώρα».
Και καταλήγει: «Θα πρόκειται για πολιτικο-εκλογική αεροπειρατεία εάν οι
πολίτες νομίζουν ότι ψηφίζουν πατριώτες αριστερούς και τους προκύψουν
εθνομηδενιστές». («ΕΠΙΚΑΙΡΑ», 24/04-30/04/2014, τ. 236, σ. 19).

30. Η αλήθεια είναι ότι ολόκληρο το Πολιτικό Κομματικό Σύστημα –«Αριστερά»,
«Δεξιά» και «Κέντρο»– χαρακτηρίζεται από «εθνικό μηδενισμό». Αυτό συμβαίνει
επειδή το συγκεκριμένο «Σύστημα» βρίσκεται, σε τελευταία ανάλυση,
κυριολεκτικά υπό τον έλεγχο της γερμανικής πολιτικο-οικονομικής
αποικιοκρατίας. Όμως η άνοδος του Σύριζα στην εξουσία έφερε το ζήτημα της
εθνικής συνείδησης στο επίκεντρο, έστω και για μία μόνο μέρα, εκείνη την 5 η Νοεμβρίου, 2015. Τα γεγονότα που πυροδοτήθηκαν από το ποντιακό
συλλαλητήριο ίσως πράγματι να παραμείνουν μια μεμονωμένη «πολιτική στιγμή»,
κρύβουν όμως μέσα τους μια ζωτική ορμή που έχει την υφή της εθνικής
συνείδησης, ορμή που, εάν πιεστεί ως τα άκρα, θα μπορούσε να ξεσπάσει με
αντιστοίχως ακραίο τρόπο, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.

31. Από την άλλη μεριά, ξέρουμε ότι όποια εθνική συνείδηση τοποθετηθεί
ενάντια στον γερμανικό κρατικό εθνικισμό θα βρεθεί οπωσδήποτε αντιμέτωπη με
μια μέγιστη πολιτική επίθεση: οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί (τόσο οι
ξένοι όσο και οι εγχώριοι) θα εξακολουθήσουν να στιγματίζουν οτιδήποτε
σχετίζεται με την εθνική συνείδηση ως «φασιστικό». Και θα συνεχίσουν να
συσχετίζουν αυτή την εθνική συνείδηση με τον «ρατσισμό». Ως εκ τούτου, θα
συνεχίσουν να προσπαθούν να απομονώνουν οποιοδήποτε στοιχείο εκφράζει
τέτοια συναισθήματα και να το υποβαθμίζουν σε «βάρβαρο εξτρεμισμό». Στον
βαθμό που τέτοιες προσπάθειες δεν επιτύχουν, τα ΜΜΕ θα προσπαθήσουν να
διαιρέσουν περισσότερο τους Έλληνες, ανάμεσα σε αυτούς που υποτίθεται πως
είναι «Ευρωπαίοι» και «πολιτισμένοι ουμανιστές» και σε εκείνους που
υποτίθεται ότι παραμένουν «βάρβαροι» και «παράλογοι αντι-ουμανιστές» (στην
πραγματικότητα, έχουμε ήδη δει να εφαρμόζονται δείγματα μιας τέτοιας
ιδεολογικής διαίρεσης).

32. Πάνω απ’ όλα, συνεπώς, ο αγώνας για την επιβίωση του ελληνικού
έθνους-κράτους θα είναι ιδεολογικός (και άρα πολιτισμικός) αγώνας. Σε αυτό,
το ποντιακό συλλαλητήριο συνιστά μια σημαντική «συμβολική στιγμή» που
εκφράζει σε βάθος την ελληνική συγκυρία.

Παναγιώτης Τουρίκης («Νίκος Βλάχος»), 18.11.2015

Follow by Email
LINKEDIN
Share