Αντωνία Γουναροπούλου: «Το “μα” στα “Πρελούντια στη ζωή”: ένα “μα” στην ποίηση του Λεοντάρη»

Η πρώτη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη με τίτλο Γενική αίσθηση, δημοσιευμένη όταν ο ποιητής ήταν 22 ετών, περιλαμβάνει το μάλλον ενθουσιώδες μακροσκελές ποίημα «Πρελούντια στη ζωή». Εκεί ο νεαρός ποιητής, επί τρεις ολόκληρες σελίδες, παραινεί ενάντια στην απελπισία και υπέρ της αδιατάραχτης συνέχειας ενός αγώνα, δίνει συμβουλές αφουγκραζόμενος κάποια φωνή χρέους προς τις μελλοντικές γενιές, νιώθει στο πετσί του τις αντιξοότητες του συνεπούς αγώνα σαν να τον αναλαμβάνει ο ίδιος, κι όμως επιμένει («Κράτα καλά τη βάρδια σου / – κανείς δεν ξέρει πόσο θα βαστάξει –») δείχνοντας τα όμορφα πεδία της τελικής νίκης («για να χυθούν στην πλάση όλα τα σήμαντρα των λουλουδιών, των άστρων και της θάλασσας»)∙ όλα αυτά θα κορυφωθούν στο ΙΙΙ μέρος του ποιήματος όπου ο αγώνας επιτέλους φτάνει στο νικηφόρο τέλος του και σκάει στο εκστατικό βίωμα ενός θριάμβου της ζωής:

«Και να! γυρίζουν οι εποχές, οι πολιτείες,
γελούνε περιβόλια φώτων και μεθούν οι ποταμοί,

με υφαίνουν βροχές, με σφίγγουν οι άνεμοι,
μ’ όλα της τ’ άστρα κροταλίζει η νύχτα,
πηδούν σαν ελαφάκια τα βουνά στο φως των κεραυνών
και να! γυρνούν οι μετανάστες χτύποι της καρδιάς
και να! η ζωή με χύνει πάλι στο καλούπι της
με μια στοργή από φλόγα».

Εάν ο ποιητής είχε βάλει εδώ την τελευταία τελεία του ποιήματος, στον αναγνώστη δεν θα είχε λείψει τίποτα – εκτός, ίσως, από την καλή ποίηση. Εάν οι παραπάνω στίχοι ήταν οι τελευταίοι, το ποίημα «Πρελούντια στη ζωή» θα στεκόταν ισότιμα, και νοηματικά ολοκληρωμένο, δίπλα στο άλλο, το ομότιτλο της συλλογής, που σχεδόν ξεκινάει με την παραίνεση «Σήκω! της ζωής δε σταματάει ποτέ ο τρικυμισμός!» και τελειώνει για άλλη μια φορά με θριαμβευτικές εικόνες δικαίωσης του ακούραστα αγωνιζόμενου ανθρώπου:

Ένας ροδώνας
θα σ’ ανασταίνει τις στιγμές που υψώνεται η ζωή,
θα σ’ αναστήσει μ’ αστραπές και φώτα ένας τυφώνας
που θα μοσκοβολάει παιδιού ζωή, για να σου πει,

πως συ δεν ήσουν σκύβαλο που το δοξάζει ο αγέρας,
πως συ που τόσο αγάπησες και πάλεψες σκληρά,
εσύ δεν πρόδωσες το αγνό κι εξαίσιο εκείνο τέρας
που ξεγεννούσε η μάνα σου μες σε σεισμούς χαράς».

Το περίεργο όμως είναι ότι κάποια ανάγκη έκανε τον ποιητή να συνεχίσει το ποίημα, να συνεχίσει ένα ποίημα που θα νόμιζε κανείς πως είχε ακολουθήσει όλα του τα στάδια και είχε πια ολοκληρωθεί στη φυσική του κορύφωση. Η επόμενη λέξη που γράφει ο ποιητής, χωρίς καν να ξεχωρίσει τον νέο στίχο από τους προηγούμενους με ένα τέταρτο μέρος, αιφνιδιάζει τον αναγνώστη σαν ξαφνική, μοναδική ριπή όπλου που γκρεμίζει μεμιάς όλο το προηγούμενο θριαμβευτικό σκηνικό ως τα θεμέλιά του, ως την πρώτη πρώτη παραίνεση του ποιήματος: «Πάντα να ρίχνεις στις πληγές σου νέο κουράγιο». Γιατί αυτό το «μα», «Μα ήθελα να μην είχα γεννηθεί μια πίκρα περισσότερο στον κόσμο», μοιάζει να γυρνάει την πλάτη του σε οποιονδήποτε θρίαμβο, σε οποιονδήποτε αγώνα, σε οποιαδήποτε αντοχή και πίστη που υπακούει σε κάποια φωνή εξωτερικού, αντικειμενικού χρέους – όλα αυτά είναι πράγματα που θα μπορούσαν να δώσουν νόημα στην ύπαρξη και να την ομορφύνουν, είναι όμως εντελώς ανίσχυρα να το κατορθώσουν όταν αυτή η ύπαρξη φέρει ήδη μέσα της έναν πόνο ριζωμένο στον ίδιο της τον εαυτό – και η πίκρα του νεαρού Λεοντάρη είναι ριζωμένη μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο κι όχι στην ήττα κάποιου αγώνα ή στη νίκη ενός πολιτισμού με τον οποίο δεν μπορεί να συμβιβαστεί, επειδή ο ίδιος βιώνει ως καθοριστικό το γεγονός ότι γεννήθηκε σε έναν κόσμο άσχημο και υποκριτικό που δεν του επιτρέπει να ξεδιπλώσει τη νεότητά του και να νιώσει την ομορφιά της ζωής:

Μα ήθελα να μην είχα γεννηθεί μια πίκρα περισσότερο στον κόσμο
ήθελα να μεγάλωνα κι εγώ σε κήπους μ’ ανθισμένα μάγουλα
κι όχι μες σε ναυάγια και γιορτές
γιορτές από σάπια χαμόγελα,
ναυάγια που φοβούνται να πεθάνουν.

Την πίκρα που βγαίνει απ’ τα χείλη του για την εποχή του και για την αδυναμία που αυτή του επιβάλλει να ζήσει την ομορφιά, ο νεαρός Λεοντάρης τη βιώνει σαν βλαστήμια έναντι της ίδιας της γης, μια βλαστήμια από την οποία όμως αδυνατεί να ξεφύγει ακριβώς επειδή του την έχει επιβάλει η εποχή του:

Ήθελα να μην είχα γεννηθεί μια βλαστημιά της γης,
ένας σεισμός από δάκρυα και κραυγές,
ήθελα να μην είχα ζήσει αυτή την ηλικία,
που το φως των πληγών μου την τρομάζει
εκεί μέσα βουίζουν
πόνος και ήθος.

«Πόνος και ήθος». Όλο αυτό το τελευταίο κομμάτι του ποιήματος είναι έκφραση πόνου. Όμως όλο το προηγούμενο ποίημα («(…) φρόντισε τούτο: ένα σκελετό λαμπρό ν’ αφήσεις, σκαλωσιά της αρετής / για ν’ ανεβούνε τα παιδιά που θα ’ρθουνε / αύριο να χτίσουν το τραγούδι τους», ή «Κράτα καλά τη βάρδια σου») είναι ακριβώς έκφραση ήθους. Ανάμεσα στον πόνο και στο ήθος που «βουίζουν» μες στις πληγές του ποιητή υπάρχει κάποιου είδους διαπάλη, φανερή στα ποιήματα της συλλογής από τη διαφορετικότητα των αντίστοιχων ποιητικών τρόπων. Όμως φαίνεται πως η διαπάλη αυτή είναι πιο εσωτερική και πιο βαθιά απ’ ό,τι μια απλή εναλλαγή ύφους – κι αυτό είναι ένα μήνυμα του ποιητή που φτάνει δειλά ως εμάς κρυμμένο πίσω από τους τρεις τελευταίους στίχους της τελευταίας στροφής των «Πρελούντιων»:

Τι μοίρα, αλήθεια, αυτή! πάντα να στέκεις
καταμεσί στη μάχη αυτή
που όλο με φέρνει πιο κοντά στον ήλιο
που χρόνια τώρα με λιχνίζει
και μου χαϊδεύει την καρδιά κι όλο μου λέει
αυτό που πάντοτε μουρμούριζα μ’ απελπισία
θρηνώντας μέσα στα πεδία των μαχών:
Θάνατος δεν υπάρχει.

«Αυτό που πάντοτε μουρμούριζα μ’ απελπισία» – πάντοτε, πριν ακόμα μου το «πει» η ίδια η μάχη φέρνοντάς με πιο κοντά στον ήλιο∙ «μουρμούριζα μ’ απελπισία» – το μουρμούριζα μόνος μου, εγώ, χωρίς να έχω ακούσει τα λόγια αυτής της μάχης που έχω βρεθεί καταμεσής της, και το μουρμούριζα «μ’ απελπισία», θρηνώντας «μέσα στα πεδία των μαχών» την καταστροφή, τους νεκρούς∙ τι είναι αυτό που «μουρμούριζα μ’ απελπισία» πάνω απ’ τον θάνατο, εγώ, ένας ζωντανός ριγμένος στα πεδία των μαχών; Πως «θάνατος δεν υπάρχει». Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτή η φράση, ειπωμένη πάνω από έναν νεκρό ή μέσα σ’ ένα πεδίο καταστροφής, θα μπορούσε να αρθρώνεται με πείσμα, με περηφάνια, με το κεφάλι ψηλά και την ψυχή να εμφορείται από πίστη στα ιδανικά για τα οποία σκοτώθηκαν οι νεκροί και τη θέληση να αναληφθεί εκ νέου η υπόθεσή τους. Όπως αρθρώθηκε η ίδια ιδέα, πως «θάνατος δεν υπάρχει», στην ελληνική ποίηση δεκαοχτώ χρόνια νωρίτερα: «Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. / Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε». Ο Επιτάφιος του Ρίτσου αφορά κι αυτός έναν αγώνα που έχει τα πεδία των μαχών του, τους νεκρούς του και οπωσδήποτε –κι αυτός– την ανάταση προς τον ήλιο: «Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω, / και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω». Δεν είναι δύσκολο επίσης να φανταστεί κάποιος την ίδια την προσωποποιημένη μάχη του Λεοντάρη, αυτήν που όλο τον «φέρνει πιο κοντά στο φως» και που χρόνια τώρα του «χαϊδεύει την καρδιά», να σκύβει πάνω από τους νεκρούς της και να λέει πως «Θάνατος δεν υπάρχει». Θα το έλεγε με στοργή για τους νεκρούς και με ενθάρρυνση και πείσμα για τους επόμενους. Οπωσδήποτε δεν είναι ο τρόπος που το λέει ο νεαρός Λεοντάρης, στον ρόλο τώρα ο ίδιος του ζωντανού πάνω από νεκρούς μέσα στο πεδίο της μάχης – γιατί αυτός, ριγμένος πάνω από τους νεκρούς, το μουρμούριζε πάντοτε μ’ απελπισία – δεν το μουρμούριζε σαν κραυγή συνέχειας του αγώνα αλλά σαν σιγανό κι απεγνωσμένο ξόρκι του θανάτου, σαν την πικρή, αυτιστική επανάληψη της φράσης «δεν πέθανες» από τα χείλη ενός ζωντανού που αρνείται να δεχτεί τον θάνατο ενός αγαπημένου.

Κι αυτό είναι το βάθεμα του πρώτου πόνου του Λεοντάρη. Γιατί όταν ο ποιητής αναλαμβάνει το «χρέος» που νιώθει ότι οφείλει να αναλάβει ως απάντηση σ’ αυτό το αίσθημα του ασυμβίβαστου, βρίσκεται να ακούει λόγια που αντί να του είναι καινούρια και να τον εμψυχώνουν δεν είναι παρά επαναλήψεις της απελπισίας του – με μια απαίτηση καθαρά εξωτερική, την απαίτηση του «χρέους» να ακουστούν τώρα τα ίδια λόγια με άλλο τρόπο, να ακουστούν όχι απελπισμένα αλλά εμψυχωτικά. Δυστυχώς η απαίτηση είναι εξωτερική, και ο ποιητής θα καταβάλει πραγματική προσπάθεια να υπακούσει. Όμως, όπως θα γράψει ο ίδιος σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, «Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές / σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό / Αλλά το τρομερό καραδοκεί». Ο ποιητής Λεοντάρης προσπάθησε, στη νεότητά του, να κάνει ποίηση το «χρέος». Όμως μένοντας πάντα μια εξωτερική επιταγή, αυτό το χρέος δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει στ’ αλήθεια ποίηση. Και όπως έδειξε η πορεία του ποιητή, η ανάγκη του δεν ήταν να γίνει κήρυκας αλλά να δώσει έκφραση στη δική του, εσωτερική επιταγή: εσωτερική του επιταγή ήταν από τότε ακόμα ο πόνος που, σταδιακά μες στα χρόνια που θα έρχονταν, επρόκειτο να τον απαλλάξει από την υποχρέωση να συμπορευτεί μ’ ένα «χρέος» και να τον οδηγήσει να βρει το δικό του πρόσωπο: το λυρικό πρόσωπο της απόσυρσης σε ένα εσωτερικό εργαστήρι εννοιών όπου το αίσθημα του ασυμβίβαστου –που θα συνεχίσει να συνοδεύει τον Λεοντάρη σε όλη την ποίησή του– θα μπορέσει επιτέλους να συνδιαλαγεί με το «τρομερό» που του αντιπαρατίθεται ενώ ταυτόχρονα του προσφέρεται ως ποιητικός πηλός – ακόμα κι αν αυτό το τελευταίο δεν είναι παρά το κλάμα: μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής…

Επιστρέφοντας στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε, ας ξαναδιαβάσουμε εκείνο το «μα» που κόβει απότομα στα δυο το τρίτο και τελευταίο μέρος των «Πρελούντιων». Διαβάζοντας τη Γενική αίσθηση του 1954 από την απόσταση που μας επιτρέπει το 2012, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε σ’ αυτή τη μικρή λέξη: μικρό αλλά επιβλητικό στον αιφνιδιασμό του σαν εκείνο το «Βut» στην «Troika» του Νεκρασόφ, αλλάζοντας απότομα την κατεύθυνση του ποιήματος, αυτό το «μα» προαναγγέλλει επίσης και την αλλαγή στην κατεύθυνση που πρόκειται να πάρει η ίδια η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη.

Απρίλιος 2012

Follow by Email
LINKEDIN
Share