Robert Duncan, Περσεφόνη

Μετάφραση: Αντωνία Γουναροπούλου

«Έχουμε ζήσει το μεγάλο Τραύμα.
Οι πληγές αυτές φανερώνουν την απώλειά μας».

ανάμνηση: απόμακρα λιβάδια πρωινού,
σακάτης χειμώνας, χορτάρια σφυροκοπημένα από τροχούς και οπλές,
γυμνά κομμάτια γης. Ακούσαμε φήμες για την αρπαγή
ανάμεσα στις γυναίκες που καρτερούν στα πηγάδια με στεγνές υδρίες,
κουβέντες ανάμεσα σε φύλλα κι ανάμεσα στους γέρους
που σκαλίζουν κονσερβοκούτια κι όστρακα γυρεύοντας ξεβρασμένα ξύλα
να στήσουν φωτιές σε κρύες εστίες. Πέτρα καρδιές
κι αρτηρίες τραχυμένες μέχρι την πέτρα.
Αυτός ο ήχος του γόου μας, θρήνος καλαμιών,
έρχεται πάνω απ’ τον πάγο και τις γκρίζες ερημιές του νερού.
Ακούμε: σκούζει διασχίζοντας τα ερείπια πόλεων,
σφυρίζει εισχωρώντας σε οπές βλημάτων
και παγώνει σαν αιθέρας στα πνευμόνια μας.

Σκιές που πέφτουν στον ίσκιο της βελανιδιάς… σκιά πάνω σε σκιά
προσηλωμένες στη θλίψη τους. Ο πόθος μιας τέτοιας θλίψης
απαθής, σέρνεται πάνω απ’ το φυλλόχωμα
πελματόσχημος και οπλήσχημος, χνάρι μιας περασμένης βίας.
Σε τέτοιο πηλό σφαδάζουν οι ρίζες μας, ρουφώντας τη ζωή
από σήψη πτωμάτων και πηλό από πέλματα
κι από τη σήψη του κρανίου που ρίχνει ρίζες.

Κηλιδωμένος με σπόρια ο Αυνάν, καραφλός, σταλάσσοντας σπέρμα,
κινήθηκε ανάμεσά μας, ή σμάρια σβέλτων γυναικών κυνηγώντας τη λεοπάρδαλη
περάσαν. Η σιγαλιά αδιατάραχτη, σκοτερά κάτω από σκοτερά
κλαδιά κηλιδωμένα με φως· ή ένα φλάουτο σήμανε το πρωί
ανακωχή, ξυπνώντας τα φύλλα σαν πουλιά.
Βλαστήσαμε χλωροί μέσα απ’ τον φλοιό στη μουσική του φλάουτου,
προβάλλοντας απ’ τον κορμό μέσα σε όνειρο.

Ο ήλιος ήταν σαν χρυσάφι στο κορμί μου,
ρίζες στο κρύο σκοτάδι κάτωθέ μου και χέρια
απ’ τον λεπτό κορμό λουσμένα σε φως χρυσό και σε σκιές,
δάχτυλα χλωρά λαχταρώντας τον ήλιο.

Χαμένη, χαμένη μια τέτοια γαλήνη, κι η Περσεφόνη χαμένη.
Το ύστατο όνειρο έφερε σιωπή,
σιωπηλό νήμα ονείρου με απειλή θανάτου.

Mε σύμβολα αναθυμόμαστε μια τέτοια βία:
το σκίσιμο του βράχου, ο ταραγμός του τραύματος
όπου την πήραν μακριά μας. Σκιά
πέφτει στον ίσκιο… Σκιά πάνω σε σκιά.
Κηλιδωμένοι με λευκό των οστών, σκλήθρα ξεβρασμένου ξύλου,
ο φλοιός μουσκεμένος στον τρόμο, ύπνος καθόλου,
μονάχα αναμονή. Μονάχα περιμένουμε, οι πληγές μας μετά βίας επουλωμένες
την αντεπίθεση πριν ανατείλει ο ήλιος.

Robert Duncan, Persephone

"We have passed the great Trauma.
These wounds disclose our loss."

memory: farfields of mourning,
maimd winter, wheel and hoofhammerd weeds,
bare patches of earth. We heard rumor of the rape
among the women who wait at the wells with dry urns,
talk among leaves and among the old men
who sift tin cans and seashells searching for driftwood
to make fires on cold hearthstones. Stone hearts
and arteries harden to stone.
This sound of our mourning, wailing of reeds,
comes over the ice and the grey wastes of water.
We listen: it shrieks thru the ruins of cities,
whistles in shellholes
and freezes like ether in our lungs.

Shades falling under the oakshadow... shade upon shade
intent with their sorrow. The lust of such sorrow
listless, moving over the leafmold,
footmolded and hoofmolded, spoors of past violence.
From such clay and our roots writhe, sucking the life
from corpsemold and footclay
and mold of skull rooting.

"Spore-spotted Onan, baldheaded, trickling with seed,
moved among us, or troops of swift women pursuing the leopard
passd. The quite unbroken, dark beneath dark
branches spotted with light; or a flute in the morning
made truce, awakening the leaves like birds.
We shot green from the bark to flute music,
moving out from the trunk in a dream.

The sun was like gold on my body,
roots in the cold dark below me and arms
from the slender trunk showered in gold light and shadows,
fingers green seeking the sun.

Lost, lost such peace, and Persephone lost.
Last dream brought silence,
silent thread of death-threatening dream.

We remember in symbols such violence:
the splintering of rock, the shock of the trauma,
in which she was taken from us. Shade
falls under the shadow... shade upon shade.
Spotted with bonewhite, splinter of driftwood,
the bark wet with terror, no sleep,
only waiting. Only we wait, our wounds barely heald
for the counterattack before sunrise.

 

Η μετάφραση έγινε για το αφιέρωμα στον Αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Ντάνκαν (1919-1988) που έκανε το «Με τα λόγια (γίνεται)» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση της Αθήνας, στις 17 Μαρτίου 2016, όπου και διαβάστηκε πρώτη φορά.

Ρόμπερτ Ντάνκαν | α΄ δημοσίευση: περιοδικό The Books’ Journal, τεύχ. 76

Follow by Email
LINKEDIN
Share