Ήταν ένα χωριό χωμένο στην κοιλιά των λόφων, που ποθούσε παράφορα τη θάλασσα. Και καθώς ήταν αδύνατο ποτέ να τη φτάσει, πάγωνε γύρω από ένα κέντρο κενό χωρίς ελπίδα. Οι άνθρωποι όμως που ζούσαν εκεί τόσο βυθίζονταν με πείσμα μες στη λάσπη του, αρπάζονταν από τις πέτρες και τα δέντρα. Βαθιά μες στην ψυχή τους έκαιγε ο καημός του σαν να μη ζούσαν κάθε μέρα στον τόπο τους σαν να ’ταν ο τόπος τους αλλού και να τους έλειπε. Με τίποτα δεν τον χόρταιναν. Τα χόρτα του ήταν βότανα. Με αυτά μονάχα γιατρεύαν τις πληγές τους. Χτίζανε σπίτια και δουλεύανε τη γη όργωναν και μαζεύαν τον καρπό με φόβο με απληστία πως αύριο μεθαύριο θα ’χει σαλπάρει αφήνοντάς τους κατάμονους κάτω από το απειλητικό μάτι του βουνού χωρίς εστία και όλο πασχίζαν να τον δέσουνε με όρια σπάζαν την πέτρα και έφτιαχναν μάντρες περίτεχνες και έχτιζαν το ένα σπίτι στον τοίχο του άλλου καθόντουσαν κοντά κοντά και ανάβανε μια κόκκινη μοχθηρή φωτιά και κάθε βράδυ ακούγανε τα τριξίματα και τους κρότους που ξεριζώνανε τον τόπο στην απέραντη προσπάθεια που έκανε να μ ε τ α κ ι ν η θ ε ί.
Κανένας δεν μιλούσε για το μυστικό αυτό που έκανε τα πηγάδια του χωριού να μην έχουνε στάσιμα νερά παρά συνεχώς να αναταράσσονται. Κι έτσι μεθούσαν πίνανε άλλος μόνος κι άλλοι με παρέα πίνανε και γλεντούσαν κι αγκαλιάζονταν σφιχτά και άλλοτε χορεύανε σε κύκλο κανένας μην ξεφύγει κι άλλοτε μαχαιρώνονταν και έβριζε ο ένας τον άλλο αλλά όλα αυτά εξαιτίας που είχανε το μαράζι ενός τόπου που δεν τους ήθελε.
Κατερίνα Ηλιοπούλου | από την ποιητική συλλογή Το βιβλίο του χώματος, εκδόσεις Μελάνι 2011