Ήταν μακριά το ποτάμι,
κι η γέφυρα να σε νιώθει.
Στις φωτιές των κλοσάρ
πέθαινε το νερό
μέσα στο ξύλο,
χωρίς ατμό πέθαινε το νερό
και το ποτάμι ήταν ακόμη
μακριά και
κυλούσε.
Η νύχτα είχε πιει
τους ίσκιους των μίσχων,
γυμνή αντιφέγγιζε
στο σκοτάδι η πέτρα –
κείμενο γραμμένο, ξαναγραμμένο
πενήντα χρόνια,
κι απόψε αργά να ξεθωριάζει
να σβήνει.
Κανείς πια στη γέφυρα.
Το ποτάμι κυλούσε
μαζί σου.
Αντωνία Γουναροπούλου | α΄ δημοσίευση: περιοδικό Σίσυφος, τεύχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013