Η λυπημένη ιθαγένεια των υπεραστικών λεωφορείων
κάθε που φτάνει το πούλμαν απ’ τον Πύργο
αφήνοντας στις αποβάθρες
κοντές μανάδες μαυροφόρες
που έρχονται για εξετάσεις στο γιατρό
ή στην κηδεία μακρινής αγαπημένης εξαδέλφης
Σταθμός Πελοποννήσου ο Κηφισός
σχεδόν πάλι ποτάμι ξανασμίγοντας
ντοπιολαλιά του χρόνου και αγκαλιάσματα
ανάμεσα στη σκιερή ρουτίνα αχθοφόρων
κι ύποπτους μικροπωλητές
που σπρώχνουν στους ανίδεους
ιμιτασιόν ρολόγια και αρώματα
Στα εκδοτήρια φυλές μετοίκων
γυρεύοντας τη φύτρα τους
Πάτρα Θεσσαλονίκη Άρτα Ζάκυνθος
ντουμάνι ο καπνός στ’ αναψυκτήρια
μεσούσης απαγόρευσης καπνίσματος
να διαλαλεί βαλκάνια αταξία
Πιο πέρα αμούστακοι φαντάροι για την Κόρινθο
κι οι φοιτητές πρωτοετείς με τα σακίδια
σε ιλιγγιώδη πρώτης φυγής προσωρινότητα
τώρα στα Γιάννενα,
αύριο ίσως μετανάστες
σε φάμπρικες ψηφιακές
της νέας τάξης
Στο τέλος ξεμυτίζουν οι δυο γέροντες
παμπάλαιοι
κρατώντας το χαρτόκουτο δεμένο με το σπάγκο
και μέσα χειροποίητης αγάπης τα φιλέματα
φρούτα περιβολιού και χυλοπίτες
δώρημα ανεπίκαιρο
εν έτει 2011
τώρα που όλα τα πουλάν στα καταστήματα
αμήχανα πατρίδας τιμαλφή
στην ευρωπαϊκή του έθνους επαιτεία
Θεώνη Κοτίνη | από την ποιητική συλλογή Ωσεί κήπος, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014